Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2012

Παρασκευή 8 Ιουνίου 2012

Άπονη Ζωή

Τους παραφρονημένους, νευρωτικούς μαλάκες, με αδυναμία προσαρμογής στην πραγματικότητα και στοιχεία ναρκισσιστικού συνδρόμου πολλοί εμίσησαν, τον Δον Κιχώτη ουδείς.
                                                                                                                               Α. Κ.



απ' Το Μουνί Μου Μέσα
 

Παρουσίαση 10ου τεύχους / Πάρτυ
Πέμπτη 14 Ιουνίου 2012, Ώρα 18:00
vinyl microstore

Τρίτη 5 Ιουνίου 2012

Οι φιλόσοφοι και η ισχύς

Του Π. Κονδυλη
Λίγοι μόνον, και διαβοητοι, philosophes maudits μιλησαν θετικα για την ισχύ, ανακηρύσσοντας την βασικό θέμα και κεντρική κατηγορία της σκέψης. Οι πλείστοι φιλόσοφοι υποχρεώθηκαν βέβαια να μιλήσουν κι αυτοί για την ισχύ, είτε μεγαλόφωνα είτε σιγαλά, ωστόσο στην περίπτωση αυτή δεν ενδιαφέρονταν τόσο για την ίδια την ισχύ στην οντολογική, ανθρωπολογική ή κοινωνικοϊστορική της διάσταση, παρά μάλλον προσπαθούσαν να βρουν μια θεωρητική στρατηγική για τον εξορκισμό, την εξουδετέρωση ή την εξημέρωση της.

Τέτοια στρατηγική ήταν όχι μόνον η ηθική καταγγελία και η απαίτηση για εκρίζωση κάθε ισχύος μέσω της εγκαθίδρυσης της Ουτοπίας, όχι μόνον η έκκληση προς περιστολή της αχαλίνωτης άσκησης ισχύος (έστω κι όταν διαπιστωνόταν καρτερικά πόσο αναπόδραστη είναι η χρήση και η κατάχρηση της), όχι μόνον η εξιδανίκευση του παράγοντα της ισχύος μέσω της εκπνευμάτωσής του — αλλά επίσης η σύλληψη του Όντος και του Κόσμου ως ισχύος, υπό τον όρο όμως ότι η τέτοια ισχύς, η ισχύς ως βαθύτατη υφή και ουσία του Όντος —ήτοι ως Θεός ή ως Απόλυτο Πνεύμα παραμένει εξ αρχής συνυφασμένη με ύψιστες ηθικές αρχές και έτσι με την ίδια την εκδίπλωσή της επιβοηθεί την επιβολή των αρχών τούτων.

Αν διερευνήσουμε τους λόγους της τέτοιας συμπεριφοράς των φιλοσόφων στη μέγιστη πλειοψηφία τους, αναπόφευκτο είναι να κάνουμε λόγο για τις ευνόητες μνησικακίες ανθρώπων, οι οποίοι βέβαια εκχωρούν στον εαυτό τους την ύψιστη θέση μέσα στο βασίλειο των ιδεών, όπως το χτίζουν οι ίδιοι, όμως μέσα στο θέατρο της καθημερινής ζωής είναι υποχρεωμένοι να αρκεσθούν σε μάλλον παράμερες θέσεις κι επί πλέον, πολλές φορές, να σκύψουν ή να συρθούν μπροστά στους κυριάρχους.

Όσο η βασιλεία των φιλοσόφων δεν είναι του κόσμου τούτου, η φιλοσοφία αναγκαστικά θα παραμένει λίγο-πολύ αυτοϊκανοποίηση· ο ισχυρισμός ότι το ηθικό πνεύμα είναι υπέρτερο σε σχέση με την καθ’ εαυτήν τυφλήν ισχύ —ή και η ταύτιση του πνεύματος με την «αληθινή» ισχύ— σκοπεύουν in concreto να αποδείξουν την ανωτερότητα εκείνων, οι οποίοι διαθέτουν αυτό το πνεύμα και συνάμα θέλουν να επιφυλάξουν στον εαυτό τους το δικαίωμα να αποφασίζει ποιός διαθέτει πνεύμα και ποιός όχι.

Ωστόσο η ερμηνεία αυτή διόλου δεν αρκεί για να γίνουν κατανοητές οι σχέσεις μεταξύ φιλοσοφίας και ισχύος σ’ όλη τους την πολυμέρεια, τόσο από την άποψη της ιστορίας των ιδεών όσο και στην προοπτική της κοινωνικής ιστορίας. Από τότε πού διαμορφώθηκαν ηθικοθρησκευτικές ιδέες και εν πάση περιπτώσει από τότε πού εμφανίσθηκαν προηγμένοι πολιτισμοί, η ισχύς, η εξουσία, ακόμα και η οργανωμένη βία, δεν μπορούν να δράσουν μακροπρόθεσμα και τελεσφόρα αν δεν διαθέτουν κάποια νομιμοποίηση.

Αν πράγματι ο άνθρωπος είναι ένα ον, το όποιο από τα υπόλοιπα ζώα διακρίνεται χάρη σε ό,τι παλαιόθεν ονομάζεται «πνεύμα», τότε αυτό σημαίνει πρώτα-πρώτα ότι το πρόβλημα του νοήματος και το πρόβλημα της ισχύος συγχωνεύονται σε διαφορετικά επίπεδα και με διαφορετικές μορφές, ότι δηλαδή όποιος δίνει στα πράγματα το νόημα τους ασκεί ισχύ και ότι όποιος κατέχει ισχύ ή εξουσία επικαλείται το νόημα των πραγμάτων και το χρησιμοποιεί ως μέσο.

Ως παραγωγοί και διαχειριστές νοήματος οι φιλόσοφοι είναι και αυτοί παραγωγοί και διαχειριστές ισχύος. Η θέση τους είναι εν μέρει τραγική και εν μέρει κωμική επειδή δεν μπορούν οι ίδιοι να μετουσιώσουν την ισχύ αυτή σε δική τους κοινωνική κυριαρχία και, αντίστοιχα, μάλλον ονειρεύονται ότι οι κυρίαρχοι θα φιλοσοφήσουν κάποτε παρά ότι οι φιλόσοφοι θα κυριαρχήσουν.

Ανάμεσα στη φιλοσοφία ως αυτοϊκανοποίηση, με την έννοια πού εξηγήσαμε παραπάνω, και στη φιλοσοφία ως παραγωγή νοήματος και ισχύος στο πλαίσιο του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας υφίσταται λοιπόν μια αξεπέραστη αντίθεση. Γιατί ο φιλόσοφος δεν είναι σε θέση να ορίσει μόνος του ποιός και πώς θα χρησιμοποιήσει τα προϊόντα της σκέψης του. Αν μπορούσε να το αποφασίσει αυτό, αν με άλλα λόγια μπορούσε να αναγορεύσει τη δική του σκέψη, στη δική του ερμηνεία, σε γνώμονα της κοινωνικής πράξης, τότε θα ήταν κυρίαρχος, de facto τουλάχιστον, όμως του επιτρέπεται να κυριαρχεί μονάχα στο βασίλειο των (δικών του) ιδεών, και ο πρωταρχικός λόγος γι’ αυτό είναι ότι ο ίδιος χάνει τη δυνατότητα να ερμηνεύει δεσμευτικά τις ιδέες του μόλις αυτές κάνουν την είσοδο τους στο ευρύτερο κοινωνικό πεδίο. Την ερμηνεία την αναλαμβάνουν τότε όσοι ήδη κυριαρχούν κοινωνικά ή εγείρουν σοβαρές αξιώσεις κυριαρχίας· σ’ αυτών την ερμηνεία αναπτύσσουν την ευρύτερη επήρεια τους οι φιλοσοφικές ιδέες. Την αναπτύσσουν λοιπόν στον βαθμό πού το επιτρέπει και το απαιτεί το παιγνίδι της κοινωνικής ισχύος και εξουσίας. Όμως το επιτρέπει και το απαιτεί, αναγκαστικά, εφ όσον το ζήτημα της ισχύος και το ζήτημα του νοήματος συγχωνεύονται.

Ανεξάρτητα από τους λογούς της γένεσης της, η φιλοσοφία επιδρά μοναχά εφ όσον νομιμοποιεί την ισχύ, την εξουσία η συναφείς αξιώσεις. Ακριβώς αυτή της η λειτουργία εξηγεί σε τελευταία ανάλυση γιατί ίσαμε σήμερα κατά κανόνα θεώρησε ως ιδιαίτερη αποστολή της την υπέρβαση ή τον δαμασμό του φαινομένου της ισχύος με τη βοήθεια ηθικών κατηγοριών: μονάχα η ηθικά νομιμοποιημένη ισχύς είναι ικανή να ασκήσει εξουσία και μονάχα η ηθικά νομιμοποιημένη ισχύς μπορεί να στηρίξει μιαν εξουσία.

Η φιλοσοφία ως φιλοσοφία δεν μπορεί ποτέ να μιλήσει αβίαστα κι απροκατάληπτα —δηλαδή όχι ηθικολογικά, δίχως βλέψεις ισχύος— για το πρόβλημα της ισχύος· αυτό το έκαμαν ελάχιστοι μόνο φιλόσοφοι. Στις ημέρες μας ο τόνος έχει γίνει βέβαια πιο ανοιχτός και ελεύθερος, όμως αυτό δεν οφείλεται στη λύση του αρχέγονου δεσμού μεταξύ φιλοσοφίας και ηθικής σκέψης, παρά μάλλον στην κατάλυση ολόκληρης της παραδοσιακής φιλοσοφικής θεματικής κάτω απ’ την επιρροή του διαμορφούμενου μαζικοδημοκρατικού-μεταμοντέρνου τρόπου σκέψης, ο οποίος, με την αμεριμνησία του ακαταλόγιστου, συνδυάζει τα πάντα με τα πάντα.

Στη συγκυρία εκείνη της ιστορίας των ιδεών, μέσα στην οποία το πρόβλημα της ισχύος τέθηκε για πρώτη φορά μ’ όλη του τη φιλοσοφική ένταση, διαγράφηκαν κιόλας ξεκάθαρα τόσο οι δυνατές βασικές τοποθετήσεις όσο και η θεμελιώδης δομή των αντίστοιχων επιχειρημάτων. Γι’ αυτό και η αντιπαράθεση ανάμεσα στη σοφιστική και στον Πλάτωνα κατέχει πρωτεύουσα θέση μέσα στη φιλοσοφική ιστορία του προβλήματος της ισχύος και μέσα στην ιστορία της φιλοσοφίας εν γένει. Οι σοφιστές, αυτοί οι philosophes maudits της αρχαιότητας, ανακάλυψαν τον παράγοντα της ισχύος και ανέπτυξαν τη θεωρία τους για την αντίθεση μεταξύ Φύσεως (ή ισχύος) και Νόμου (ή ηθικής) μέσα στο ευρύ πλαίσιο μιας αντιμεταφυσικής και σχετικιστικής τοποθέτησης, η οποία έδωσε το αρνητικό έναυσμα για την αντίστροφη πλατωνική σύνδεση του πρωτείου της ηθικής με μιαν ορισμένη μεταφυσική.

Όχι ο Σωκράτης, όπως διατείνεται ο θρύλος πού διαμορφώθηκε το αργότερο από την εποχή του Κικέρωνα, παρά η σοφιστική κατέβασε για πρώτη φορά τη φιλοσοφία από τα ουράνια ύψη της προσωκρατικής θεωρίας στα χαμηλώματα της γης, κάνοντας κύριο μέλημα της σκέψης τον άνθρωπο στην πολιτισμική και πολιτική του δραστηριότητα.

Η πρωτοκαθεδρία της ανθρωπολογικής προβληματικής οδηγούσε όμως αναπόδραστα στην ανθρωπολογική πρωτοκαθεδρία της βούλησης για ισχύ. Γιατί ο άνθρωπος πού αφέθηκε στις δικές του τις δυνάμεις, ο άνθρωπος πού παύει ν’ ακούει τη φωνή των θεών καθώς διαπιστώνει ότι οι θεοί είναι δικά του δημιουργήματα, ο άνθρωπος ως δημιουργός νόμων πού δεν είναι δυνατόν να βγαίνουν άμεσα από τους κόλπους της Φύσης ήδη επειδή παραλλάζουν ατέλειωτα από τόπο σε τόπο κι από εποχή σε εποχή — ο άνθρωπος αυτός μονάχα από τη βούληση για ισχύ μπορεί να αντλεί τη ζωτική του ενεργεία, τους κοινωνικούς και τους ηθικούς του σκοπούς. Τέτοιες αντιλήψεις ήταν φυσικό να αναφαίνονται στην Ελλάδα του 5ου αιώνα π.Χ. Η ισχύς γίνεται θεωρητικό πρόβλημα όταν το ζήτημα της πολιτικής ισχύος είναι ανοιχτό, όταν η ισχύς και η εξουσία παύουν να είναι αυτονόητες και γίνονται λεία, την οποία καθένας μπορεί να θηρεύσει. Ο κοινωνικός ξεπεσμός της παλαιάς αριστοκρατίας και η παράλληλη άνοδος των homines novi —αρχικά ως τυράννων ή ως εμπίστων των τυράννων και κατόπιν, ήτοι μετά την επικράτηση του δήμου, ως δημαγωγών- γέννησαν μια τέτοια κατάσταση.

Οι σοφιστές δεν πουλούσαν απλώς μια τεχνική της ισχύος σε όσους συγχρόνους τους διψούσαν για ισχύ, αλλά και πρόσφεραν μια νέα και ρηξικέλευθη θεώρηση των ανθρωπίνων πραγμάτων• συνέλαβαν νοητικά κατά τον τρόπο τους την ουσία της εποχής τους και από τη σύλληψη του επίκαιρου πέρασαν στη σύλληψη του ανθρώπου. Το βάθος και η γονιμότητα αυτής της σύλληψης μαρτυρούνται από το έργο του Θουκυδίδη, του ιδιοφυέστερου μαθητή της σοφιστικής και του μεγαλύτερου ίσως ιστορικού πού έζησε ποτέ. Τούτος ο σύγχρονος των διασημότερων σοφιστών, του ώριμου Σωκράτη και του νεαρού Πλάτωνα, είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει τη συζήτηση πάνω στο πρόβλημα της ισχύος σε μιαν εποχή όπου η επιδίωξη της ισχύος έφτασε η ίδια στον παροξυσμό της ανελέητης βίας. Ακόμα γλαφυρότερα απ’ ό,τι ο πολιτικός αγώνας κάτω από την πραγματική ή ονομαστική κυριαρχία του δήμου, απεκάλυπτε τώρα ο πόλεμος τί κινεί τους ανθρώπους και την ιστορία.

Ο Θουκυδίδης αφιέρωσε το έργο της ζωής του στην περιγραφή τούτων των κινητήριων δυνάμεων παίρνοντας ως παράδειγμα ένα μεγάλο και πολυστρώματο συμβάν. Η ανθρώπινη φύση, την οποία ωθεί η φιλαρχία και η πλεονεξία, παραμένει. στα μάτια του σταθερό μέγεθος, και γι’ αυτό η ειρήνη δεν μπορεί παρά να είναι σχετική, όπως κι ο πόλεμος δεν αποτελεί έκπληξη· όμως μονάχα μέσα στην αναταραχή του πολέμου γίνεται, πρόδηλο σε πόσο εύθραυστα θεμέλια στηρίζεται η ειρήνη. Όταν καθιερωμένοι θεσμοί και παμπάλαια έθιμα παραμερίζονται, στο άψε-σβήσε, όταν τα ιερά δεσμά της θρησκείας και της ηθικής καταρρακώνονται αιφνίδια, όταν ακόμα και οι λέξεις αλλάζουν τη σημασία τους — τότε γίνεται ηλίου φαεινότερον ότι όλα αυτά είναι τεχνητές κατασκευές και θεσμίσεις, όχι γεννήματα της Φύσης. Πίσω από το σκισμένο προσωπείο των θεσμίσεων προβάλλει τώρα το αληθινό πρόσωπο της Φύσης: είναι το πρόσωπο των Αθηναίων όταν ζητούν από τους Μηλίους να υποταγούν. Δεν το ζητούν με τη συνείδηση τους βεβαρυμένη, δεν πιστεύουν ότι έτσι παραβιάζουν τη θεία τάξη, γιατί η θεία ή φυσική τάξη, ο εσώτερος νόμος του Όντος είναι ακριβώς ο νόμος του ισχυρότερου. Μόνον οι αδύνατοι αντλούν από τη θεία ή φυσική τάξη μιαν ηθική — όμως η ηθική, ως επιχείρημα και ως όπλο, δεν μπορεί να είναι ισχυρότερη από όσους υποχρεώνονται να καταφύγουν σ’ αυτήν. Η πίστη στην υπερίσχυση των ηθικών κανόνων γεννά απλώς φρούδες ελπίδες, ωθεί σε απελπισμένες και αυτοκαταστροφικές ενέργειες. Η πράξη θα όφειλε να προσανατολίζεται στους κανόνες της φρόνησης, οι οποίοι πάλι πρέπει να υπηρετούν τη φυσική επιταγή της αυτοσυντήρησης. Βεβαίως, η αυτοσυντήρηση έχει διαφορετικό νόημα για τον ισχυρό, ο οποίος μπορεί να διατηρήσει την ισχύ του μοναχά διευρύνοντάς την συνεχώς, και για τον αδύνατο, ο οποίος σώζεται ανταποκρινόμενος στις επιθυμίες του ισχυρότερου. Τα μοτίβα της σκέψης του Θουκυδίδη ξαναβρίσκονται, αν και πολλές φορές σε γελοιογραφική παραλλαγή. στις ομιλίες που ο Πλάτων βάζει στο στόμα των σοφιστών. Στην προσπάθεια του Πλάτωνα να συρρικνώσει τη σοφιστική σε ωνητή ρητορική και σε τεχνική της ισχύος διαβλέπει κανείς την αντιπάθεια του αριστοκράτη απέναντι στα ήθη πού κατά τη γνώμη του γέννησε η κυριαρχία του δήμου, δηλαδή απέναντι στην ανορθολογική αποχαλίνωση της ανενδοίαστης φιλαρχίας και στον ποταπό ηδονισμό. Και μολονότι η δομή της φιλοσοφίας του διαμορφώνεται κατά κύριο λόγο μέσα στην επιδίωξη του να αντιμετωπίσει τον σοφιστικό ανθρωποκεντρισμό και σχετικισμό με έσχατα, δηλαδή οντολογικά και μεταφυσικά επιχειρήματα, ωστόσο ούτε θέλει ούτε και μπορεί να πάρει τους σοφιστές εντελώς στα σοβαρά ως στοχαστές.

Η σκέψη που στρέφεται γύρω από την ισχύ και την επιδίωξη της αποτελεί γι’ αυτόν επιπόλαια θεωρητικοποίηση της κυρίαρχης δημοκρατικής και τυραννικής πρακτικής, πάντως δεν είναι φιλοσοφία. Αντίστοιχα, ο Πλάτων επιφυλάσσει στον παράγοντα «ισχύ» ή «επιδίωξη ισχύος» την ίδια κατώτατη βαθμίδα της οντολογικής και ανθρωπολογικής του ιεραρχίας την οποία επιφυλάσσει στον τύπο του σοφιστή, του δημαγωγού ή του τυράννου εντός της ηθικής και κοινωνικής του ιεραρχίας.

Η επιδίωξη της ισχύος και η επιδίωξη της ηδονής συνιστούν κατά βάση το ίδιο άλογο πάθος, αναβλύζουν από το ίδιο σκοτεινό στρώμα της ανθρώπινης ψυχής — κοντολογής εκπροσωπούν το ζωικό στοιχείο μέσα στον άνθρωπο. Τούτη η ταύτιση ισχύος και ηδονής, μέσω της κοινής τους υπαγωγής στο ζωικό-ανορθολογικό στοιχείο, διαμόρφωσε ολόκληρη σχολή σκέψης μέσα στην έκτοτε κυρίαρχη κανονιστική-ηθικολογική φιλοσοφία και διατυπώθηκε σε άπειρες παραλλαγές· εφ’ όσον θεωρήθηκε θεμελιώδης, από τη βασιμότητα της εξαρτάται πράγματι κατά μέγα μέρος η γενική ευστάθεια της κανονιστικής τοποθέτησης.

Τρέφοντας την πεποίθηση ότι η ταύτιση αυτή αποδεικνύει eo ipso τη φιλοσοφική αβασιμότητα της σοφιστικής, ο Πλάτων αποπειράθηκε e contrario να επεξεργασθεί εννοιολογικά τη διαφορά μεταξύ Αγαθού (ή Λόγου) και Ηδονής (ή Ισχύος). Η δεύτερη, και περιπλοκότερη, επιχειρηματολογία, την οποία επιστράτευσε ο Πλάτων εναντίον της σοφιστικής διδασκαλίας περί ισχύος, λειτούργησε επίσης καθοριστικά μέσα στη φιλοσοφική παράδοση. Στηρίζεται στην παραπάνω διαφορά και ισχυρίζεται το εξής: όποιος με την πράξη του αποσκοπεί απλώς στην ικανοποίηση αναγκών ηδονής και ισχύος, αυτός πράττει βέβαια κατά την αρέσκεια του, όμως στην περίπτωση του δεν μπορεί να γίνεται λόγος για αληθινή βούληση· την αληθινή βούληση την χαρακτηρίζει ο προσανατολισμός της στην Ιδέα του Αγαθού και επομένως η απουσία υποκειμενικής αυθαιρεσίας και αξιώσεων Ισχύος. Δεν μπορεί να μη χαμογελάσει κανείς όταν διαβλέπει τα σοφίσματα, τα οποία λανθάνουν μέσα σε τούτη την πλατωνική επιχειρηματολογία εναντίον της σοφιστικής. Το Αγαθό ορίζεται δια φιλοσοφικού διατάγματος με κριτήρια ηθικά και κανονιστικά, ο αμέριστος και αντικειμενικός του χαρακτήρας προϋποτίθεται επίσης αξιωματικά, ενώ η πληθώρα των δυνατών και μαρτυρημένων αντιλήψεων περί Αγαθού εκτοπίζεται a limine στην επικράτεια της απλώς υποκειμενικής γνώμης, της δόξης. Οι αξιωματικές αποφάνσεις αρθρώνουν βέβαια αξιώσεις ισχύος, και στην περίπτωση μας τα πράγματα δεν είναι διαφορετικά. Άλλωστε ο Πλάτων δεν αποκρύπτει ότι τον ορισμό του Αγαθού δεν τον θεωρεί υπόθεση του καθενός· εδώ χρειάζεται ένας ειδικός ή ειδήμων, του οποίου την ταυτότητα μαντεύουμε εύκολα.

Έτσι, όταν η απροσχημάτιστη επιδίωξη της Ισχύος μετατίθεται στο ζωικό επίπεδο της επιδίωξης της ηδονής ανοίγει ο δρόμος για να εκδιπλωθεί μια επιδίωξη ισχύος, η οποία δεν χρειάζεται καν να ονομάσει πια τον εαυτό της έτσι. Γιατί αν η επιδίωξη της ισχύος ταυτισθεί εξ ορισμού με το άλογο στοιχείο, τότε επίσης αποκλείεται εξ ορισμού ότι ο Λόγος μπορεί να είναι ισχύς και η επίκληση του Λόγου επιδίωξη ισχύος.

Πιο συγκεκριμένα: η θεωρητική αποσύνδεση του Λόγου από την επιδίωξη ισχύος προβάλλεται σιωπηρά μέσα στην ψυχή και στα κίνητρα εκείνου, ο οποίος μιλά στο όνομα του Λόγου, έτσι ώστε ήδη το γεγονός, ότι μίλα στο όνομα του Λόγου, τον απαλλάσσει από κάθε υποψία ότι διακατέχεται από το πάθος της ισχύος. Αντίθετα, φαίνεται να καθοδηγείται από την «αληθινή βούληση», και μπορεί τώρα να υπαγορεύσει στους άλλους τι να κάμουν και τι να μην κάμουν. Δεν θα υπερβάλαμε καθόλου αν υποστηρίζαμε ότι ο Πλάτων οφείλει την κεντρική του θέση μέσα στη φιλοσοφική παράδοση στο γεγονός ότι διαμόρφωσε τη βασική στρατηγική, η οποία επιτρέπει σε κάποιον να εγείρει ύψιστες αξιώσεις ισχύος αποκηρύσσοντας παράλληλα με έμφαση κάθε επιδίωξη ισχύος και κάθε βία. Η στρατηγική αυτή έχει εν τω μεταξύ υπηρετήσει και αξιώσεις ισχύος, οι οποίες πρόβαλαν στο όνομα της κατάργησης κάθε ισχύος και κάθε εξουσίας. Για τον Πλάτωνα, βέβαια, μια τέτοια κατάργηση ήταν πρακτικά αδύνατη. Ευκταία και επιδιωκτέα ήταν γι’ αυτόν η οργάνωση της ισχύος και της εξουσίας σύμφωνα με τα κελεύσματα της «αληθινής βούλησης”, η οποία προσανατολίζεται στην Ιδέα του Αγαθού.

Στην ιδεώδη περίπτωση η ιεραρχική δομή της κοινωνίας θα όφειλε ν’ αντικατοπτρίζει την ιεραρχική δομή των στρωμάτων του Όντος. Η αναγκαιότητα της ισχύος και της εξουσίας προέκυπτε λοιπόν σε τελευταία ανάλυση από τον ιεραρχικό χαρακτήρα του Όντος, δηλαδή από το οντολογικό προβάδισμα της Ιδέας και του Λόγου απέναντι στον αισθητό κόσμο και στα ψυχόρμητα.

Παρόμοια συνάγει και ο Αριστοτέλης την ίδιαν αυτή αναγκαιότητα. Όταν κάμποσα μέρη πάνε να αποτελέσουν μιαν ενότητα, πρέπει να ιεραρχηθούν σε κυρίαρχα και υπεξούσια, πράγμα πού συμφέρει και τα μεν και τα δε• οι κατώτερες βαθμίδες της ιεραρχίας ωφελούνται από την κυριαρχία των ανωτέρων πάνω τους ακριβώς όπως και το σώμα ωφελείται όταν το καθοδηγεί η ψυχή ή το επιθυμητικό μέρος της ψυχής όταν το κατευθύνει η νόηση. Τούτη η συνύφανση οντολογίας και ηθικής, προκειμένου να νομιμοποιηθεί η κυριαρχία, δείχνει καθ’ εαυτήν πόσο πολύ απέχει η αρχαία πολιτική φιλοσοφία από όσα θεωρεί ως αυτονόητα η μαζικοδημοκρατική μας εποχή. Αν σήμερα η ηθικοποίηση της πολιτικής, ή η αντικατάσταση της ισχύος από την ηθική, σκοπεύει να επιβοηθήσει κατά το δυνατόν την κατάργηση της εξουσίας, εφ όσον αυτή στηρίζεται στην ανισότητα, για τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη η ηθική διαμόρφωση της πολιτικής σήμαινε τη θεμελίωση της εξουσίας αποκλειστικά πάνω στην ανισότητα εκείνη, η οποία προκύπτει από την (κανονιστικά εννοούμενη) φύση των πραγμάτων.

Η ισότητα με τη νεότερη ανθρωπολογική έννοια βρίσκεται κοντύτερα προς τη σοφιστική αντίληψη περί ισχύος, όμως και γι’ αυτήν η ισότητα δεν αποτελούσε επιθυμητό κοινωνικό ιδεώδες ή συνταγή για την επίτευξη της γενικής ευδαιμονίας, παρά σήμαινε ότι ο καθένας μπορεί και επιτρέπεται να ασκήσει εξουσία, αρκεί να αποδειχθεί ως ο ισχυρότερος ή ο αξιότερος. Αυτή η ισότητα, που διόλου δεν κατανοούνταν ηθικά, αντιστοιχούσε από την πλευρά της στην αντιμεταφυσική τοποθέτηση της σοφιστικής, δηλαδή στην έλλειψη μιας μεταφυσικής αιτιολόγησης της ανισότητας μεταξύ των ανθρώπων. Η σχεδόν πλήρης καταστροφή της σοφιστικής φιλολογίας και η πλήρης διάσωση των πλατωνικών έργων δίνουν σαφέστατη απάντηση στο ερώτημα, ποιές είναι οι ιδεολογικές επιλογές των οργανωμένων κοινωνιών και ποιά ιδεολογικά όπλα είναι τα αποτελεσματικότερα μέσα στον κοινωνικό αγώνα.

Ωστόσο οι σοφιστικές ιδέες επιβίωναν, εξασθενημένες και τροποποιημένες, κάπου στο περιθώριο, ιδιαίτερα μέσα στις σκεπτικιστικές σχολές, και όπως φαίνεται ακόμα και στην εποχή της κυριαρχίας του στωικισμού λαμβάνονταν στα σοβαρά υπ’ όψη ως αντίπαλοι. Πάντως ο Κικέρων αισθάνεται υποχρεωμένος ν’ αναμετρηθεί επιχειρηματολογικά με τον Καρνεάδη και τη θεωρία του για το δίκαιο του ισχυρότερου, μολονότι τα μέρη του έργου του, τα οποία την περιείχαν, χάθηκαν σχεδόν εντελώς και πρέπει ν’ ανασυγκροτηθούν με βάση περικοπές χριστιανών συγγραφέων (προ παντός του Λακταντίου). Δεν χρειάζεται να εξηγήσουμε ιδιαίτερα τι εντύπωση έκαναν στους Χριστιανούς θεωρίες περί ισχύος προερχόμενες από τον σοφιστικό κύκλο ιδεών. Εξ ίσου αναίσχυντη και ασυγχώρητη τους φαινόταν η ειδωλολατρική ύβρις όταν εμφανιζόταν όχι ως απροκάλυπτη επιδίωξη ισχύος, παρά μέσα στον μανδύα της επιθυμίας για τιμή, φήμη και αναγνώριση. Η τέτοια επιδίωξη ισχύος κρατούσε κορυφαία θέση στον αρχαιοελληνικό κώδικα της αριστοκρατικής ηθικής, και επίσης γνώριμη και νόμιμη, ως σημείο αληθινού ανδρισμού, ήταν για τους Ρωμαίους.

Μια γενική εικόνα για τον χαρακτήρα και την περιωπή της μέσα στην ειδωλολατρική αξιολογική κλίμακα μας δίνει ο Ξενοφών στο εργίδιό του περί τυραννίδος. Ο τύραννος και ο σύμβουλος του πρεσβεύουν διαφορετικές απόψεις σε πολλά, και γενικά εκπροσωπούν διαφορετικές στάσεις ζωής, ένα όμως δέχονται εμφατικά από κοινού: η φιλοδοξία ξεχωρίζει τον άνθρωπο γενικά από τα ζώα και τον ανώτερο άνθρωπο ειδικά από τους υπολοίπους. Η δυσφορία και η δυστυχία του τυράννου προέρχεται κατά μέγα μέρος από το γεγονός ότι δεν είναι σε θέση να γνωρίζει αν του αποδίδεται από τους άλλους γνήσια αναγνώριση κι αβίαστος έπαινος• οι κολακείες δεν μπορούν δα να ικανοποιήσουν την αληθινή φιλοδοξία.

Ο Αυγουστίνος ήθελε λοιπόν να πλήξει το νευραλγικό σημείο του ειδωλολατρικού πολιτισμού και της ειδωλολατρικής ηθικής όταν στράφηκε με όλο του το μένος ενάντια στη «δίψα της φήμης», εντοπίζοντας τα ίχνη της ακόμα και σε Ρωμαίους με στωικό προσανατολισμό, όπως λ.χ. ο Κικέρων. Η δίψα της κυριαρχίας και της φήμης δημιούργησε το imperium romanum, αυτή κινούσε τους στρατηλάτες και τους πολιτικούς της διαρκώς επεκτεινόμενης πόλης, συμπράττοντας μόνιμα με τον δόλο και την πλεονεξία. Η ρωμαϊκή ισχύς και δόξα χτίσθηκε λοιπόν πάνω στην άμμο, πάνω σε καθαρά γήινες και φθαρτές φιλοδοξίες, πάνω στην αμαρτία. Με το προπατορικό αμάρτημα άρχισε άλλωστε και η κραιπάλη της ισχύος μέσα στον κόσμο, και μάλιστα τόσο με την εξωτερική μορφή της ασυγκάλυπτης εξουσιαστικής σχέσης όσο και με τη μορφή του εσωτερικού κινήτρου, δηλαδή της επιδίωξης ισχύος. Ο άνθρωπος, ο ειδωλολάτρης τουλάχιστον, ζητά in statu isto την τιμή καθ’ εαυτήν αντί να καθυποτάξει την προσωπική του τιμή στην τιμή του Θεού. Ο Χριστιανός, που κάνει ακριβώς αυτό κι έτσι διαφέρει ουσιωδώς από τον ειδωλολάτρη, προσδίδει εντελώς διαφορετικό νόημα στην ισχύ και στην εξουσία. Δεν την ασκεί από ιδιοτελή αγάπη της φήμης, αλλά με την αφοσίωση του αγαπώντος, ο οποίος αγαπώντας τον συνάνθρωπο τιμά τον Θεό. Εξουσία σημαίνει εδώ μέριμνα και πρόνοια· διατάζει ο ισχυρότερος, ο οποίος μεριμνά και προνοεί, και υπακούει ο πιο αδύνατος, ο οποίος είναι αποδέκτης της μέριμνας και της πρόνοιας — μπορούμε μάλιστα να πούμε ότι όποιος διατάζει δίκαια είναι, με ένα βαθύτερο νόημα, υπηρέτης των άλλων.

Στην ιστορία της Δύσης και του δυτικού πολιτισμού συντελείται τώρα μια ριζική μεταλλαγή. Στη μετωπική της επίθεση εναντίον της ειδωλολατρικής ιεραρχίας των αξιών η ταπεινοφροσύνη αποδείχθηκε εξαιρετικά τελεσφόρα πολεμική έννοια. Ωστόσο, σκοπός της ήταν να θέσει εκτός μάχης την ισχύ και την εξουσία των ειδωλολατρών, όχι να καταργήσει την ισχύ και την εξουσία γενικά, γιατί τότε θα ‘πρεπε να παραιτηθούν απ’ αυτές και οι Χριστιανοί. Εφ’ όσον τώρα ο Χριστιανός, ωθούμενος από την εσωτερική λογική της πολεμικής του εναντίον των ειδωλολατρών, υποχρεώνεται να διακηρύξει ότι ο ίδιος ούτε έχει ισχύ ούτε και θέλει να έχει, αναγκάζεται να αποδώσει την ισχύ και την εξουσία, που παρ όλα αυτά έχει, στη θέληση του Θεού, παρουσιάζοντας τον Θεό ως τη μοναδική πηγή της ισχύος και της εξουσίας: ο Θεός οφείλει να είναι παντοδύναμος προκειμένου να κυριαρχήσει επί της γης η παράταξη των ταπεινοφρόνων. Η παντοδυναμία του Θεού φτάνει στο ζενίθ τη στιγμή πού αναλαμβάνει το έργο να κατανείμει ανάμεσα στους ανθρώπους ισχύ και εξουσία και που οι άνθρωποι καλούνται να ασκήσουν την ισχύ και την εξουσία στο όνομα του Θεού.

Έτσι η παντοδυναμία του Θεού γίνεται πολιτική υπόθεση κατ’ εξοχήν. Γιατί δεν αποκλείει από τα εγκόσμια αξιώματα τους ταπεινόφρονες ούτε καταργεί τους σημαντικούς και συχνά αποφασιστικούς χώρους άσκησης της ισχύος, οι οποίοι βρίσκονται έξω από τα αξιώματα, παρά αναγκάζει τους ανθρώπους να διεξαγάγουν (ονομαστικά) τους αγώνες για ισχύ στο πεδίο των περίτεχνων θεολογικών ερμηνειών. Αντικείμενο της ερμηνείας είναι τώρα η βούληση του παντοδύναμου εκείνου Θεού που μόνος αυτός μπορεί να χαρίσει ισχύ• ισχυρός ή κυρίαρχος είναι στο εξής όποιος μπορεί να ερμηνεύσει δεσμευτικά τη βούληση του παντοδύναμου Θεού. Αν κάθε ισχύς συγκεντρώνεται στον Θεό, τότε, όπως είναι φυσικό, παύει κάθε συζήτηση σχετικά με την επιδίωξη ισχύος ως ανθρωπολογικά ριζωμένο κίνητρο των πράξεων. Το ενδιαφέρον επικεντρώνεται μάλλον στο ερώτημα αν ο Θεός δίνει το προβάδισμα στον πάπα ή στον αυτοκράτορα λ.χ. Και ο ένας και ο άλλος ήσαν τώρα υποχρεωμένοι, σύμφωνα με τη λογική της νέας συγκυρίας στον χώρο της κοινωνικής ιστορίας και της ιστορίας των ιδεών, να αντλούν την ισχύ τους από τη βούληση του Θεού — ή ακριβέστερα να ερμηνεύουν τη βούληση του Θεού με τέτοιον τρόπο, ώστε η ισχύς τους να συνάγεται απ’ αυτήν.

Για να ξαναγίνει θέμα συζήτησης η ισχύς, ως φαινόμενο καθαρά ανθρώπινο και εμμενές, έπρεπε να παραμερισθεί, ρητά ή σιωπηρά, η παντοδυναμία του Θεού. Ακριβώς αυτό έγινε στον 17ο αιώνα και ακόμα μια φορά στον 19ο, όταν ο Θεός, που από καιρό είχε πέσει σε κώμα, άφησε την τελευταία του πνοή. Η παντοδυναμία του Θεού δημιουργούσε θεολογικές δυσχέρειες. Ο χριστιανικός Θεός έπρεπε να είναι αγαθός και δίκαιος, αν η ισχύς, η οποία ασκούνταν στο όνομα του επί της γης, ήθελε να διεκδικεί και η ίδια για τον εαυτό της αυτές τις ιδιότητες —με την αναγκαία επιφύλαξη της ανθρώπινης αδυναμίας— και έτσι να νομιμοποιείται. Όμως η παντοδυναμία καθ’ εαυτήν δεν συνεπάγεται αναγκαία ούτε άπειρη καλοσύνη ούτε τέλεια δικαιοσύνη. Μπορεί είτε να αψηφήσει την καλοσύνη, σκαρώνοντας κακότροπα παιγνίδια στη Φύση και στους ανθρώπους, είτε πάλι να ακολουθεί τους νόμους της ηθικής και της φυσικής αναγκαιότητας τόσο σχολαστικά, ώστε να γεννιούνται αμφιβολίες ως προς την κυριαρχική ελευθερία του Θεού. Το χάσμα ανάμεσα σε μια θεία παντοδυναμία, η οποία μπορούσε να εκφυλισθεί σε λογικά ή ηθικά αχαλίνωτη αυθαιρεσία, και σε μια θεία δραστηριότητα, η οποία ακριβώς λόγω της έλλειψης κάθε αυθαιρεσίας επέσυρε την υποψία ότι δεν είναι παντοδύναμη και επομένως ούτε και ικανή να δημιουργήσει έναν τέλειο ή πάντως καλύτερο κόσμο — το χάσμα αυτό έπρεπε να γεφυρωθεί, προ παντός αφ’ ότου άρχισε να κερδίζει οπαδούς η αβερροϊστική πρόσδεση της ιδέας του Θεού στην έννοια της αναγκαιότητας. (Μια ειρωνεία της ιστορίας των ιδεών ήταν ότι την ίδια πρόσδεση, σε τροποποιημένη μορφή, επιχείρησαν αιώνες αργότερα οι εκπρόσωποι του όψιμου σχολαστικισμού στον αγώνα τους εναντίον της προτεσταντικής βουλησιοκρατίας). Η οργανική και ουσιώδης συνύφανση παντοδυναμίας και καλοσύνης έμεινε πάντως άρθρο πίστεως· στάθηκε αδύνατο ν’ αποδειχθεί.

Ο Θωμάς ο Ακυινάτης υποστήριξε την άποψη ότι όποιος εξ υπαρχής δεν μπορεί να αμαρτήσει θα πρέπει να είναι και παντοδύναμος, γιατί η εξασθένιση της δραστηριότητας προέρχεται από την αμαρτία — όμως αυτό αποτελούσε μάλλον καινούργια διατύπωση του ερωτήματος παρά απάντηση: δεν εξηγούσε για ποιόν λόγο ο παντοδύναμος Θεός δεν μπορεί να αμαρτήσει και για ποιόν λόγο τη δραστηριότητα την εξασθενίζει η αμαρτία και όχι λ.χ. η καλοσύνη. Συνάμα ο Θωμάς ισχυρίσθηκε ότι η θεία σοφία (και καλοσύνη) δεν εξαντλείται στην τωρινή τάξη πραγμάτων, αλλά μπορεί θαυμάσια να δημιουργήσει και μιαν άλλη. Όμως στην περίπτωση αυτή η υφή της τάξης και το περιεχόμενο των αξίων θα έπρεπε να διαφέρουν απ’ αυτά που γνωρίζουμε, έστω κι αν θα συνέχιζαν να υπάρχουν αξίες και τάξη ως απόλυτα μεγέθη. Αν καλό, λογικό και αναγκαίο είναι ό,τι εκάστοτε εξαγγέλλει ως τέτοιο η βούληση του Θεού, τότε ο Θεός πρέπει να γίνει αντιληπτός βουλησιοκρατικά. Αυτό ήταν το εύλογο συμπέρασμα του Duns Scotus. Η διάκρισή του ανάμεσα σε potentia absoluta και potentia ordinata του Θεού έβαλε την παρούσα φυσική και ηθική τάξη κάτω από τη δαμόκλειο σπάθη της θείας βούλησης και της θείας ελευθερίας. Γιατί ο νόμος δεσμεύει μόνον όποιον δεν μπορεί να τον δημιουργήσει με αποκλειστικό γνώμονα τη δική του ελεύθερη βούληση. Τούτη η θεωρία πάνω στον τρόπο με τον οποίο ασκεί την ισχύ του ο Θεός, επηρεάσθηκε από την αρχή legibus solutus των νομομαθών και με τη σειρά της επηρέασε τις όλο και εντονότερες συζητήσεις αναφορικά με την έννοια και τα όρια της εγκόσμιας κυρίαρχης εξουσίας. Ο Bodin και ο Hobbes, οι οποίοι συνόψισαν εννοιολογικά την αντίληψη των Νέων Χρόνων για την πολιτική κυριαρχία, ακολούθησαν αυτόν τον ορισμό και έτσι προώθησαν σημαντικά την εκκοσμίκευση των θεολογικών ιδεών.

Η ισχύς ως εμμενές και θεμελιώδες δεδομένο της ανθρώπινης ζωής μπήκε και πάλι στο επίκεντρο του φιλοσοφικού στοχασμού όταν η παντοδυναμία του υπερβατικού προσωπικού Θεού είτε κατέρρευσε είτε κατάντησε θεωρητικά αδιάφορη. Τη στροφή αυτή την συνεπέφερε η προγραμματική επιδίωξη (της ριζοσπαστικής πτέρυγας) του ορθολογισμού των Νέων Χρόνων να παραμερίσει την οντολογική διάκριση μεταξύ Υπερβατικού και Εμμενούς και να υποκαταστήσει το πρωτείο της θεολογίας με το πρωτείο της ανθρωπολογίας. Αν ο κόσμος δεν συντηρείται χάρη στην άμεση ή έμμεση δράση ενός παντοδύναμου όντος, το οποίο τον υπερβαίνει, τότε θα πρέπει να συντηρείται και να κινείται με τη δική του ισχύ και δύναμη. Η αυτοσυντήρηση και η αυτοκίνηση γίνονται τώρα, μέσα από την εσωτερική λογική της κοσμοθεωρητικής τοποθέτησης των Νέων Χρόνων, κεντρικά μοτίβα της σκέψης, μολονότι δεν ήσαν όλοι εξ ίσου πρόθυμοι να προχωρήσουν προς την κατεύθυνση αυτή με την έσχατη συνέπεια.

Εν πάση περιπτώσει, η υλιστική τάση, δηλαδή η τάση να αποδοθεί στην ύλη η ικανότητα της κίνησης και της σκέψης, αποτελούσε την ολότελα θεμιτή και νόμιμη απόληξη της ιστορίας των ιδεών από τον 16o αιώνα και μετά. Στο πεδίο της ανθρωπολογίας, το οποίο είχε πια αυτονομηθεί απέναντι στο Υπερβατικό με την παλαιά έννοια, η ιδέα της αυτοσυντήρησης πρόβαλε, όπως ήταν φυσικό, με ιδιαίτερη έμφαση. Η παντοδυναμία του Θεού εμπεριείχε εξ ορισμού την ικανότητα του να αυτοσυντηρείται, εφ όσον κανείς και τίποτα δεν μπορούσε να απειλήσει τη συντήρηση ενός παντοδύναμου όντος. Αλλά για τον πεπερασμένο άνθρωπο η αυτοσυντήρηση σήμαινε μια συνεχή προσπάθεια αποφυγής των κινδύνων, στους οποίους εκτίθεται αναγκαστικά κάθε πεπερασμένο ον• η ισχύς, η οποία πρέπει να ενοικεί στην αυτοσυντήρηση αν αυτή θέλει να έχει πιθανότητες επιτυχίας, δυναμοποιείται λοιπόν, γίνεται επιδίωξη ή βούληση ισχύος και ζητά αδιάκοπα έναν καινούργιο χώρο εκδίπλωσης προκαλώντας έτσι τριβές και αγώνες.

Η παραλληλότητα οντολογικού και ανθρωπολογικού επιπέδου καθώς και η απόληξη της ταυτόχρονης αναδόμησής τους στην ιδέα της ισχύος εμφανίζονται καθαρότατα στον Hobbes ως τον στοχαστή ο οποίος επιτελεί με εξαιρετική λογική συνέπεια την αλλαγή του παραδείγματος. Ο θρυμματισμός του Υπερβατικού γίνεται εδώ μέσω της νέας θεωρίας για την κίνηση, η οποία καταργεί την παραδοσιακή μεταφυσική προτεραιότητα της κίνησης απέναντι στη στάση, στερώντας τον λόγο ύπαρξης από το καθ’ εαυτό ακίνητο primum movens. Έτσι καταρρέουν όλα, όσα συνδέονταν με την υπερβατική επικράτεια της στάσης, δηλαδή με την παγιότητα των formae substantiales ή με τη μονιμότητα των causae finales — τα πάντα γίνονται τώρα actus, ενέργεια, ενώ η potentia, η αριστοτελική δύναμις αντικαθίσταται από την ισχύ με τη νεότερη σημασία, την ισχύ που εκδιπλώνεται ακατάπαυστα δίχως τελολογικά προκαθορισμένους σκοπούς. Αν αυτό μεταφερθεί στον χώρο των ανθρωπίνων πραγμάτων σημαίνει ότι πρέπει να λησμονηθεί για πάντα η ιδέα ενός απαρασάλευτου ύψιστου Αγαθού και μιας τελειωτικής ευδαιμονίας. Και εδώ είναι τα πάντα κίνηση — η επιδίωξη της ισχύος δεν είναι τίποτε άλλο παρά η άπειρη κίνηση του ανθρώπου και των ανθρωπίνων πραγμάτων.

Η ισχύς μπορεί να χαλιναγωγηθεί μόνο με ισχύ ακόμα μεγαλύτερη, επομένως το κράτος πρέπει να είναι πάνω απ’ όλα κυρίαρχη ισχύς αν θέλει να θέσει ένα —προσωρινό και αβέβαιο, άλλωστε— τέρμα στον πόλεμο των πάντων εναντίον των πάντων, τον οποίο προκαλεί η στοιχειακή επιδίωξη της ισχύος. Ξεκινώντας από ανάλογες κοσμοθεωρητικές προϋποθέσεις ο Spinoza καταλήγει σε παρόμοια ανθρωπολογικά και πολιτικά συμπεράσματα, μολονότι ο ίδιος επιτελεί την αλλαγή του παραδείγματος όχι μέσω της φυσικής του Galilei, παρά με τη ριζοσπαστικοποίηση της παραδοσιακής οντολογικής εννοιολογίας. Ωστόσο ο λόγος περί παντοδυναμίας του Θεού αλλάζει εκ βάθρων σημασία, όταν παραμερίζεται η χριστιανική αντίληψη για τη δημιουργία του κόσμου. Γιατί έτσι εκλείπει η διάκριση μεταξύ Εκείθεν και Εντεύθεν, με αποτέλεσμα την ταύτιση του Θεού με τη Φύση και τη μετατροπή της παντοδυναμίας του Θεού στη δύναμη της Φύσης να αυτοσυντηρείται ως αυτοτελές Όλο. Αυτοσυντήρηση και ισχύς συμπίπτουν, τόσο στο επίπεδο αυτό όσο και στο επίπεδο των μεμονωμένων πραγμάτων. Τούτα αντλούν βέβαια τη δική τους ισχύ από την ουσιολογική ισχύ του Θεού ή της Φύσης, όχι όμως με την έννοια ότι δέχονται την ισχύ τους εκ των υστερών και εκ των έξω, αλλά με την έννοια ότι έχουν ισχύ και κατ’ ανάγκην επιδιώκουν ισχύ μόνο και μόνο επειδή αποτελούν συστατικά στοιχεία ενός Όλου, η ουσία του οποίου έγκειται στην απόλυτη οντολογική αυτοτέλεια, ήτοι στην απόλυτη ισχύ.

Ο Hobbes και ο Spinoza εκπροσωπούν ακόμη τους Νέους Χρόνους στην εποχή της αθωότητας τους. Με την πνευματική εκείνη εντιμότητα, την οποία μονάχα οι μονήρεις στοχαστές μπορούν ίσως να επιτρέπουν στον εαυτό τους, συνάγουν από τις βασικές οντολογικές προϋποθέσεις του νεότερου ορθολογισμού τα έσχατα πορίσματα και —μέσα στη μέθη της λογικής συνέπειας πού συνεπαίρνει τους παθιασμένους στοχαστές— αδιαφορούν για το ηθικό σκάνδαλο πού προκαλούν. Γι’ αυτό και θεωρήθηκαν philosophes maudits ακριβώς όταν ο ορθολογισμός των Νέων Χρόνων, μέσω του λεγόμενου Διαφωτισμού, αγκάλιασε τα ευρύτερα μορφωμένα στρώματα και ανάγκασε τους αντιπάλους του να περάσουν στην άμυνα. Όμως, για να επιβληθεί κοινωνικά, ήταν υποχρεωμένος να αποσείσει από πάνω του την υποψία του μηδενισμού και να υπερθεματίσει στη δημοπρασία των αξιών, προσφέροντας περισσότερα από τους θεολόγους.
Αν η επιδίωξη ισχύος θεωρηθεί ως το θεμελιώδες ανθρωπολογικό δεδομένο, τότε δεν αποφεύγεται ο ηθικός σχετικισμός, εφ’ όσον οι κανονιστικές αρχές και οι αξίες θα πρέπει να ερμηνευθούν ως συναρτήσεις ή λειτουργίες της κοινωνικής ισχύος και της κοινωνικής εξουσίας.

Με βάση αυτό το σκεπτικό, οι διαφωτιστές (με εξαιρέσεις περίπλοκες από την άποψη της ιστορίας των ιδεών, όπως λ.χ. ο Kant) καταπολεμούσαν τον Hobbes και γενικά την «απαισιόδοξη» ανθρωπολογία τόσο σφοδρότερα, όσο πιο στρατευμένοι εμφανίζονταν στην άσκηση φιλοσοφικής πολιτικής. Προ παντός στο σημείο αυτό εκφράζει ο Rousseau την κοινή γνώμη του κύριου ρεύματος του Διαφωτισμού, ακολουθώντας βέβαια μια λογικά επισφαλέστατη διπλή στρατηγική. Για να αμφισβητήσει την ανθρωπολογική προέλευση της επιδίωξης ισχύος, αποδίδει τα δεινά, τα όποια αυτή γεννά, στις επήρειες της κοινωνικής συμβίωσης και περιορίζει τη φυσική κατάσταση σε μιαν κατάσταση προφανώς κατασκευασμένη ad hoce, όπου τάχα κάθε άνθρωπος ζούσε σε απόλυτη απομόνωση• η κοινωνία δύο και μόνον ανθρώπων αρκεί για να προκληθεί ο πόλεμος εναντίον κάποιου τρίτου. Ο Rousseau λοιπόν όχι μόνο δέχεται αξιωματικά και αθεμελίωτα την ύπαρξη μιας τέτοιας φυσικής κατάστασης, αλλά και ούτε συζητά ή εξηγεί το αποφασιστικό ποιοτικό άλμα, κατά το οποίο η απλή συνένωση δύο «εκ φύσεως ειρηνικών και περιδεών» ανθρώπων καθιστά δυνατό τον πόλεμο εναντίον ενός τρίτου, επίσης εκ φύσεως ειρηνικού και περιδεούς ανθρώπου. Με βάση ποιά διαλεκτική προκαλεί η απλή πρόσθεση ποιοτικά ταυτόσημων μονάδων μια τέτοια δραστική μεταλλαγή της κοινής τους ποιότητας; Τί καλύτερο θα μπορούσε να ευχηθεί κανείς ως υλικό για την οικοδόμηση μιας αρμονικής κοινωνίας, αν όχι εκ φύσεως ειρηνικούς και περιδεείς ανθρώπους;

Η μετάπτωση από τη φυσική ειρήνη στον τεχνητό, ήτοι κοινωνικά δημιουργημένο πόλεμο προφανώς είναι πιο δυσερμήνευτη από εκείνη την αυτορρύθμιση, στην οποία κατά τον Hobbes προσφεύγει αναγκαστικά η επιδίωξη ισχύος, ωθούμενη από τον φόβο του θανάτου και τη συναφή έλλογη στάθμιση κινδύνου και οφέλους, προκειμένου να εγκαθιδρυθεί έτσι μια ειρηνευμένη κοινωνία. Ο Rousseau απέχει πολύ από μια τέτοια διαφορισμένη θεώρηση του παράγοντα «αυτοσυντήρηση» ή «ισχύς». Η δεύτερη έποψη της επιχειρηματολογικής του στρατηγικής εναντίον του Hobbes έγκειται ακριβώς στο ότι —ακολουθώντας το πνεύμα της πλατωνικής παράδοσης— συγχέει άκριτα την πλεονεξία, τη βία, τη μανία καταστροφής, τον πόλεμο, την εξουσία και την ισχύ, για να κατηγορήσει κατόπιν, πάνω στη βάση αυτής της σύγχυσης, τον Hobbes ότι παραλογίζεται: και πράγματι, αν η επιδίωξη ισχύος δεν εκδηλωνόταν σε τίποτε άλλο εκτός από τον πόλεμο και την ανθρωποκτονία, τότε η ανθρωπότητα θα έπρεπε να έχει αυτοκαταστραφεί από καιρό, αν ευσταθούσε η ανθρωπολογία του Hobbes.

Στον Helvetius, ο οποίος βρισκόταν βέβαια έξω από το κύριο ρεύμα του Διαφωτισμού, και μάλιστα, όπως φαινόταν τότε, σε επικίνδυνα κοντινή απόσταση προς τον σκεπτικισμό και τον μηδενισμό, συναντούμε μιαν ουσιωδώς διαφορετική επιχειρηματολογική στρατηγική. Ο Helvetius θέλει να υπηρετήσει τους κανονιστικούς στόχους του Διαφωτισμού όχι με την άρνηση μιας χονδροειδούς, αλλά με την κατάφαση μιας εκλεπτυσμένης αντίληψης για το τί σημαίνει επιδίωξη ισχύος. Μεθοδεύει την ανάλυσή του παρόμοια με πολλούς άλλους συγκαιρινούς του ηθικούς φιλοσόφους, οι οποίοι θεωρούσαν βέβαια τη φιλαυτία ως το θεμελιώδες ανθρώπινο ψυχόρμητο, συνάμα όμως διέκριναν μεταξύ τυφλής ή εγωιστικής και πεφωτισμένης φιλαυτίας, πιστεύοντας ότι η δεύτερη οδηγεί στον αλτρουϊσμό όταν κατανοήσει ότι το προσωπικό συμφέρον εξυπηρετείται καλύτερα στο πλαίσιο του γενικού.

Εφ’ όσον η επιδίωξη ισχύος δεν είναι απλώς μανία καταστροφής, αλλά κυρίως επιθυμία αναγνώρισης και προσπάθεια απόκτησης κοινωνικού κύρους, μπορεί να διοχετευθεί με τέτοιον τρόπο, ώστε να βάλει ως στόχο της την αρετή. Όρος για να γίνει αυτό είναι βεβαία το ότι η κοινωνία χαρίζει στον ενάρετο αναγνώριση και κύρος. Το κρίσιμο σημείο έγκειται λοιπόν τελικά στον χαρακτήρα και στις επιλογές του νομοθέτη. Η δική του αποστολή δεν είναι η κατασυκοφάντηση ή η κατάπνιξη των φυσικών ορμών του ανθρώπου, παρά η σοβαρή τους ανάλυση και η σωστή τους καθοδήγηση. Έτσι η επιδίωξη ισχύος υπό μορφή κοινωνικού κύρους μπορεί να εξουδετερώσει την αντικοινωνική επιδίωξη ισχύος και να επιτευχθεί ένα λειτουργικό ισοζύγιο. Σε βία μπορεί να εκφυλισθεί μονάχα μία ισχύς, η οποία δεν ισοζυγιάζεται από καμμιάν άλλη.

Είναι γνωστό πόσο σημαντικό ρόλο έπαιξε αυτή η αντίληψη και μέσα στην πολιτική φιλοσοφία του Διαφωτισμού. Στο άρθρο του Diderot περί εξουσίας ξαναβρίσκουμε τους μεγάλους κοινούς τόπους εκείνης της εποχής και εκείνης της τάσης. Νόμιμη (πολιτική) εξουσία είναι μονάχα η περιορισμένη, και υφίσταται με βάση ένα συμβόλαιο καμωμένο χάριν του γενικού συμφέροντος και της συντήρησης της κοινωνίας. Η νόμιμη περιορισμένη εξουσία αποτελεί λοιπόν όργανο της κοινωνικής αυτοσυντήρησης, ενώ η απεριόριστη ή σφετερισμένη τυραννική εξουσία ξεθεμελιώνει την κοινωνία. Θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε μονόπλευρα την κυριολεκτική αποθέωση της ισχύος από μέρους του Hegel ως απόρριψη των φιλελεύθερων συμπαθειών του κύριου ρεύματος του Διαφωτισμού. Την πνευματική της αφετηρία πρέπει μάλλον να την αναζητήσουμε σε μια βασική πνευματική κατεύθυνση του όψιμου γερμανικού Διαφωτισμού, η οποία αρνιόταν την (καντιανή) δυαρχία και προσπαθούσε να «άρει» στο πλαίσιο μιας μεγάλης μονιστικής σύνθεσης ό,τι φαινόταν σχετικιστικό ή μηδενιστικό στοιχείο μέσα στον διαφωτιστικό αγνωστικισμό.

Το εγχείρημα της υπέρβασης της δυαρχίας δεν περιορίσθηκε στον τομέα της οντολογίας, όπου επιτελέσθηκε μέσω μιας άμεσης ή έμμεσης εκπνευμάτωσης της ύλης, αλλά επεκτάθηκε επίσης στην ηθική και στην ιστορία, όπου πήρε τη μορφή της άρνησης του χωρισμού μεταξύ Όντος και Δέοντος. Αυτό σήμαινε: το Δέον δεν αποτελεί κανονιστική αρχή, η οποία είναι εξωτερική ως προς το Όν και επομένως πρέπει να υπαγάγει το Ον στην εξουσία της αν θέλει να πραγματοποιηθεί η ίδια (μια τέτοια διαφωτιστική αντίληψη για το Δέον θα ‘πρεπε να απολήξει στην επαναστατική τρομοκρατία), παρά το Δέον ενοικεί στο Ον, συνιστά οιονεί την κινητήρια δύναμη και την ψυχή του Όντος. Αυτό φαίνεται βέβαια περίεργο, εφ’ όσον η καθημερινή εμπειρία διδάσκει ότι μέσα στο (κοινωνικό και ιστορικό) Ον κυριαρχούν η αδικία, το άλγος και η ανενδοίαστη επιδίωξη ισχύος. Η απάντηση του Hegel στην απορία αυτή είναι μια ριζική θεοδικία. Όποιος εξεγείρεται εναντίον της σκληρότητας του δικαστηρίου της παγκόσμιας ιστορίας, όποιος αισθάνεται απελπισία μπροστά στα φαινομενικώς αστάθμητα δρώμενα και στην αυθαιρεσία των δρώντων προσώπων, αυτός αναγορεύει τις —ιδιωτικές και λοιπές— προτιμήσεις του σε μέτρο κρίσης των πραγμάτων, δεν συλλαμβάνει την εσωτερική αλήθεια της εξωτερικά ανορθολογικής κυριαρχίας της ισχύος, επομένως δεν κατανοεί τον ουσιωδώς θείο χαρακτήρα της Ιστορίας και δεν είναι σε θέση να ανιχνεύσει τον Θεό μέσα στην Ιστορία ή και να δει την Ιστορία ως τον Θεό τον ίδιο.

Η ισχύς δεν είναι λοιπόν απλώς ένα, καθ’ εαυτό νεκρό, εργαλείο στα χέρια ενός προσωπικού Θεού ή μιας προσωποποιημένης Ιστορίας. Αποτελεί την ίδια την ουσία του Όντος, η οποία δεν υφίσταται απλώς, αδρανής και ακίνητη, παρά συνίσταται σε μιαν αυτοεκδίπλωση προωθούμενη από τη δική της πρωτογενή ισχύ· τούτη η αυτοεκδίπλωση κατατείνει στο λογικό-οντολογικό επίπεδο προς την εννοιολογική Ολότητα και στο ιστορικό επίπεδο προς την πραγμάτωση της ελευθερίας. Από την άποψη αυτή η ισχύς είναι παντού, στη Φύση, στην Ιστορία και επίσης μέσα στη φιλοσοφική Λογική ως εκδίπλωση της σκέψης του Θεού. Δεν χρειάζεται λοιπόν να γίνει αντικείμενο ιδιαίτερης διαπραγμάτευσης· η ουσία και η δράση της φανερώνεται από μόνη της όταν περιγράφονται οι μεταλλαγές του Όντος, και η ανώτερη, αν και συχνά ανελέητη, ηθική της δικαιώνεται από την έκβαση τούτων των μεταλλαγών.

Ο παράδοξος, αλλά εν τούτοις υπαρκτός, μεγάλος κοινός παρονομαστής ανάμεσα στον Hegel και στον Nietzsche συνίσταται στο ότι και στους δυο τους (όπως άλλωστε ήδη στους Hobbes και Spinoza) η ιδέα της ισχύος γίνεται πρωταρχική επειδή παραμερίζεται το παλιό Υπερβατικό και ενοποιείται ο κόσμος. Ο Hegel βέβαια ονομάζει το ενοποιημένο του Ον «Θεό», γιατί θέλει έτσι να υποδηλώσει ότι στο τέρμα της διαλεκτικής προόδου του Απολύτου Πνεύματος φθάνουν στην τελείωσή τους οι πιο ζωντανές ιδέες του Χριστιανισμού, όπως αυτές αναπτύχθηκαν στους Νέους Χρόνους μέσα από την ιδέα της ελευθερίας. Αντίθετα, ο Nietzsche αναγγέλλει τον θάνατο του Θεού ως συνέπεια της ενοποίησης του Όντος γιατί θέλει να υποκαταστήσει την ιδέα της προόδου με την αιώνια επιστροφή, ξαναγυρίζοντας έτσι σε ειδωλολατρικές κι αντιχριστιανικές θέσεις. Ωστόσο την ιδέα του περί ισχύος δεν την αντλεί άμεσα ή αποκλειστικά από την αρχαιότητα, μολονότι γνωρίζει πολύ καλά τις τοποθετήσεις του Θουκυδίδη και της σοφιστικής· πέρα απ’ αυτές τις πηγές όμως, το παιγνίδι της ισχύος στις ενδοανθρώπινες σχέσεις το μελετά στους Γάλλους ηθολόγους (προ παντός τον La Rochefoucauld) και προσλαμβάνει επίσης ιδέες του Διαφωτισμού (π.χ. από τον Helvetius).

Ωστόσο η προγραμματική διατύπωση της νιτσεϊκής φιλοσοφίας της ισχύος λαμβάνει χώρα σε μιαν εποχή όπου ο Nietzsche υφίσταται την έντονη επιρροή φυσικοεπιστημονικών αντιλήψεων. Έτσι, στο όψιμο έργο του η έννοια της ισχύος είναι αόριστη ήδη επειδή αναφέρεται αδιαφόριστα σε φαινόμενα της οργανικής και της ανόργανης, της ζωικής και της ανθρώπινης φύσης, αγκαλιάζοντας κάθε είδος δράσης και αντίδρασης και υποκαθιστώντας την έννοια της δύναμης, όπως την χρησιμοποιεί η φυσική επιστήμη. Ο άνθρωπος γίνεται φορέας της βούλησης για ισχύ ως μέρος ενός σύμπαντος, μέσα στο όποιο η βούληση τούτη δεσπόζει παντού και πάντα.

Έτσι η έννοια της ισχύος χάνει την ερμηνευτική της ακρίβεια σε σχέση με το ανθρώπινο επίπεδο, προκειμένου να χρησιμεύσει ως όρος – κλειδί στη σχεδιαζόμενη μεταξίωση των αξιών, δηλαδή σε μια καινούργια κανονιστική θεώρηση. Ως προφήτης ενός νέου μέλλοντος, ο Nietzsche επιθυμεί να ξαναδώσει στη βούληση για δύναμη τη φυσική της αθωότητα, δηλαδή την απόλυτα εξωηθική αθωότητα της φυσικής διαδικασίας, και έτσι την αποσυνδέει προγραμματικά από το ειδοποιό γνώρισμα του ανθρώπου, δηλαδή τις πνευματικές λειτουργίες και τις ιστορικά προσδιορισμένες πολιτισμικές συναρτήσεις. Ο Nietzsche διακρίνει λοιπόν ανάμεσα στην υγιή αθώα και στη νοσηρή βούληση για ισχύ, η οποία μαραίνει τη ζωή — με την ίδια άλλωστε έννοια πού αντιπαραθέτει στον κακό μηδενισμό έναν καλό. Στη μεσαία φάση της συγγραφικής του δραστηριότητας θεωρούσε ακόμη τη θρησκεία και την ηθική ως μορφές της βούλησης για ισχύ, ήτοι ως ψεύδη χρήσιμα για τη διατήρηση της ανθρώπινης ζωής· αφ’ ότου όμως προβάλλει τη βούληση για ισχύ, στη στοιχειακή της αθωότητα, μέσα σ’ ολόκληρο το σύμπαν, αφαιρώντας της έτσι τα ιδιαίτερα ανθρώπινα γνωρίσματα της και κάνοντας την φυσικό ή βιολογικό μέγεθος, τα τέτοια ψεύδη δεν του φαίνονται πια απλώς αναγκαία για τη ζωή, παρά εχθρικά γι’ αυτήν, παράγοντες εκφυλισμού.

Μέσα στο πάθος μιας κανονιστικά εμπνεόμενης αντίστροφης της κανονιστικής θεώρησης, ο Nietzsche δεν αντιλαμβάνεται ότι την αθώα (δηλαδή ριζωμένη στην ηθικά αδιάφορη ουσία του κόσμου) βούληση για ισχύ μπορεί να την διανοηθεί μόνο και μόνο επειδή συγκροτεί ανθρωπομορφικά τον κόσμο, ανακαλύπτοντας έτσι τη βούληση για ισχύ μέσα στη Φύση μόνο και μόνο επειδή την γνωρίζει ήδη από τη μελέτη του ανθρώπινου πολιτισμού. Ισχύς και βούληση για ισχύ με την ειδοποιό σημασία των όρων υπάρχουν μόνο μέσα στο ανθρώπινο σύμπαν — κι αν υπάρχουν μόνον εδώ, τότε δεν μπορούν να εμφανισθούν με κάποια φυσική αθωότητα, παρά με όλη την πονηριά και τη δολιότητα, με όλες τις μεταμφιεστικές και εκλογικευτικές τέχνες του πνεύματος. Αν με άλλα λόγια η βούληση για ισχύ αποσυνδεθεί από το Ον και από την οντολογία του Nietzsche, τότε μπορεί να προσλάβει μονάχα τις μορφές εκείνες, τις οποίες ο Nietzsche θεωρεί λίγο-πολύ εκφυλισμένες. Ακόμα και οι αρχαϊκές μορφές άσκησης της Ισχύος και της εξουσίας, για τις οποίες κάποτε μιλά μ’ ενθουσιασμό, εδράζονταν έτσι ή αλλιώς σε ηθικοθρησκευτικές νομιμοποιήσεις και επικαλούνταν το γενικό συμφέρον, αδιάφορο πως το εννοούσαν εκάστοτε. Παρ’ όλες τις λεπταίσθητες παρατηρήσεις του στο πεδίο της ατομικής ψυχολογίας, ο Nietzsche αδυνατεί να συλλάβει τους μηχανισμούς της κοινωνικής ισχύος και εξουσίας συγκεκριμένα και πάνω στη βάση μιας επίσης συγκεκριμένης πολυδιάστατης ανθρωπολογίας. Η αδυναμία του αυτή εκτρέφει την πίστη του στη δυνατότητα ύπαρξης μιας εξωηθικής-αθώας ισχύος και στη δυνατότητα επικράτησης μιας τέτοιας ισχύος.

Όμως η αθωότητα χάθηκε αμετάκλητα ήδη με τις απαρχές του πολιτισμού. Ο πολιτισμός άρχισε με την ιδέα ότι τα πράγματα έχουν νόημα, και έκτοτε επιφυλάσσει την ανώτατη θέση της κοινωνικής ιεραρχίας σ’ όποιον δίνει, διαφυλάσσει ή ερμηνεύει το νόημα των πραγμάτων. Η λειτουργία πού δημιουργεί νόημα και προνοεί για το μέλλον, δηλαδή αυτό πού ονομάζεται «πνεύμα», προσδίδει στη βιολογικά ριζωμένη ορμή της αυτοσυντήρησης δυναμισμό σχεδόν άπειρο και την μετατρέπει σε επιδίωξη ισχύος πολιτισμένων όντων, η οποία εκδιπλώνεται και δρα πρώτα-πρώτα πάνω στο επίπεδο των αναγκαίων για τη συντήρηση της ζωής ψευδών.

 H φιλοσοφική συζήτηση του 20ού αιώνα πάνω στο πρόβλημα της ισχύος μπορεί grosso modo να ταξινομηθεί σε τρεις ομάδες. Η πρώτη περιλαμβάνει διερευνήσεις, οι όποιες προσανατολίζονται σε ανθρωπολογικά ερωτήματα και αποφαίνονται θετικά ή αρνητικά, άμεσα ή έμμεσα πάνω στην αντίληψη του Nietzsche σχετικά με την έμφυτη βούληση για ισχύ· στη δεύτερη, το φαινόμενο της ισχύος εξετάζεται κάτω απ’ την επίδραση και στο φως των εμπειριών με τους λεγόμενους «ολοκληρωτισμούς»· και τέλος, το θέμα της ισχύος το θέτουν κοινωνιολογούντες φιλόσοφοι, των οποίων η θεώρηση προσδιορίζεται από τις θεωρητικές αντιλήψεις και τις χειραφετητικές μέριμνες πού επικρατούν στις δυτικές μαζικές δημοκρατίες. Όσον αφορά στην πρώτη ομάδα, διόλου δεν μπορούμε να πούμε ότι οι εκπρόσωποι της φιλοσοφικής ανθρωπολογίας ασπάσθηκαν το θεώρημα του Nietzsche, ούτε καν όσοι αποδέχθηκαν την ύπαρξη έμφυτων ψυχορμήτων. Έτσι, ο Scheler πιστεύει ότι ήδη μέσα στα «αισθησιακά αισθήματα» και στις «παρορμήσεις», πού προηγούνται των πνευματικών ενεργημάτων της προσωπικότητας, διαγράφεται η συνείδηση του Δέοντος· τούτη συνυφαίνεται πάλι με την αρχή της αλληλεγγύης, στην οποία υποτάσσεται κάθε αγώνας, εφ’ όσον αγώνας μπορεί να λάβει χώρα μόνο μέσα στο πλαίσιο μιας υφιστάμενης ανθρώπινης κοινότητας. Ο αγώνας λοιπόν είναι η εξωτερική διάσταση, ενώ η αλληλεγγύη αποτελεί την εσωτερική και βαθύτερη. Από τη θεώρηση αυτή προκύπτει μια ιεράρχηση των βιολογικών μεγεθών, η οποία προλειαίνει τον δρόμο της κυρίως ηθικής. Κάπως διαφορετικά ορίζει τις προτεραιότητες ο Plessner, για τον οποίο η αλληλεγγύη και ο αγώνας ή η φιλία και η έχθρα συνιστούν εξ ίσου πρωτογενείς και αλληλοπροσδιοριζόμενες λειτουργίες της επιδίωξης ισχύος. Όμως ο ορισμός του ανθρώπου ως ισχύος δεν ισοδυναμεί εδώ με μια συναγωγή της ανθρώπινης δραστηριότητας από μιαν άκαμπτη ψυχορμητική δομή, παρά σημαίνει κάτι άλλο: ο άνθρωπος είναι ως εκ της ουσίας του ισχύς, επειδή ο ίδιος συνιστά μιαν ανοιχτή εμμένεια ή ένα ανοιχτό ερώτημα• είναι λοιπόν διαρκώς αναγκασμένος να αποφασίζει υπέρ της α ανοιχτής δυνατότητας και εναντίον της β, και τη δραστηριότητα του αυτή την χαρακτηρίζει η δύναμη του να πράττει κάτι. Όταν εκτελείται η ειλημμένη απόφαση, η ισχύς, ως δύναμη του ανθρώπου να πράττει κάτι, μετατρέπεται σε αγώνα για την απόκτηση ισχύος, ο οποίος με τη σειρά του απαιτεί τη διάκριση μεταξύ φίλου και εχθρού. Ο Plessner τονίζει ότι η σχέση φίλου-εχθρού εκτείνεται σε όλους τους τομείς της ζωής, τόσο τους δημόσιους όσο και τους ιδιωτικούς, συνάμα όμως ονομάζει την ανθρωπολογία, η οποία θέτει στο επίκεντρο της προσοχής της αυτή τη σχέση, πολιτική ανθρωπολογία. Αυτό συνεπάγεται βέβαια μιαν υπερβολικά ευρεία έννοια της πολιτικής, την προβληματικότητα της οποίας μόνο να την υπαινιχθούμε μπορούμε εδώ. Ο ορισμός της ουσίας του ανθρώπου ως βούληση για ισχύ αμφισβητείται ακόμα συνεπέστερα όταν η άπειρη ευπλασία της ανθρώπινης φύσης αιτιολογείται με την άρνηση της ύπαρξης ψυχορμήτων και ενστίκτων. Η άρνηση τούτη διατυπώθηκε εμφατικότερα από σχολές και τάσεις, οι οποίες έκλιναν προς μια φιλοσοφία αναλυτικού τύπου, δηλαδή απέρριπταν τις μονιστικές και ουσιολογικές ερμηνείες τόσο στο οντολογικό όσο και στο ανθρωπολογικό επίπεδο. Ξεκινώντας από τέτοιες φιλοσοφικές προϋποθέσεις, ο Dewey θεωρεί την αναγωγή των ψυχικών δραστηριοτήτων σε κατηγορίες ενστίκτων ως ψευδή θεωρητική απλούστευση ξένη προς τα πραγματικά δεδομένα. Ακολούθως αναλύει το ένστικτο της αυτοσυντήρησης στα μεμονωμένα ενεργήματα, τα οποία στο σύνολο τους καθιστούν δυνατή την αυτοσυντήρηση. Από τη σκοπιά τούτη δεν μπορεί βέβαια να υπάρξει ούτε κάποια γενικευμένη βούληση ισχύος. Καθοριστική σε κάθε περίπτωση παραμένει η εκάστοτε δραστηριότητα, κατά την άσκηση της οποίας δεν επιδιώκεται ισχύς, αλλά μάλλον αναλώνεται ισχύς ήδη υφιστάμενη. Ακολουθώντας τον Dewey, ο Gehlen τόνισε επίσης τη συνύφανση της παρόρμησης προς πορισμό ισχύος, κύρους κτλ. με τη διαδικασία της επιτέλεσης συγκεκριμένων πράξεων ένας αγώνας ισχύος εκδιπλώνεται μονάχα μέσα από τα εκάστοτε ενδιαφέροντα ζητήματα και μέσα από τις συναφείς μ’ αυτά ενέργειες. Ώστε ο αγώνας για ισχύ δεν αποκλείεται eo ipso όταν κάποιος δεν δέχεται την ύπαρξη ενός ψυχορμήτου πού ωθεί σ’ αυτόν. Και ο ίδιος ο Dewey παρατηρεί ότι αναστολές της δραστηριότητας λόγω της επενέργειας εξωτερικών παραγόντων εξαναγκάζουν τον άνθρωπο να επιστρατεύει εντονότερα τη δική του ισχύ, ήτοι να αναπτύσσει βούληση ισχύος. Από τις κοινωνικές συνθήκες εξαρτάται λοιπόν αν γεννιούνται ή όχι επιδιώξεις και αγώνες ισχύος.

Έτσι ξαναγυρίζουμε στον καλό νομοθέτη και στο πρόβλημα του Helvetius — όχι τυχαία, αν αναλογισθούμε ότι η φιλοσοφία του πραγματισμού ριζώνει σε προβληματισμούς του Διαφωτισμού. Χωρίς να χρησιμοποιήσει τον ορό «ισχύς», ο Kojeve αξιοποίησε δημιουργικά την εγελιανή εννοιολογία και σκιαγράφησε εντυπωσιακά το πρόβλημα της ισχύος και του αγώνα για ισχύ. Η στενή σύνδεση αυτού του προβλήματος με το πρόβλημα του ειδοποιού γνωρίσματος του ανθρώπου σε σχέση με το (υπόλοιπο) ζωικό βασίλειο τοποθετεί εδώ την ανάλυση —διαφορετικά από την όψιμη οντολογία του Nietzsche— εξ ολοκλήρου πάνω στο επίπεδο του ανθρώπινου πολιτισμού και της ανθρώπινης ιστορίας, ενώ συνάμα η θεωρία των ψυχορμήτων εν μέρει τροποποιείται και εν μέρει παραμερίζεται σιωπηρά. Στη θέση του ψυχορμήτου μπαίνει η επιθυμία, η οποία βέβαια καθ’ εαυτήν προέρχεται από τη βιολογική υφή του ανθρώπου, όμως ο ειδοποιός ανθρώπινος χαρακτήρας της ξεπερνά κατά πολύ το ζωικό στοιχείο και μάλιστα απαιτεί τη θυσία του ζωικού στοιχείου (δηλαδή της βιολογικά εννοούμενης αυτοσυντήρησης). Μέσα στη συχνά ανώφελη επιθυμία για ό,τι επιθυμούν άλλοι —και μάλιστα μόνο και μόνο επειδή το επιθυμούν άλλοι—, μέσα στην επιθυμία της αναγνώρισης και μέσα στον θανάσιμο αγώνα γοήτρου συγκροτείται το ανθρώπινο ον ως αυτοσυνείδηση και μαζί του και η Ιστορία, ο τελικός σκοπός της οποίας προσδιορίζεται επομένως από την τέτοια συγκρότηση του ανθρώπινου όντος. Εφ’ όσον ο Kojeve πίστευε ότι τα όσα διαδραματίσθηκαν στον αιώνα μας απλώς υλοποίησαν το τέλος της Ιστορίας, όπως το είχε διαγνώσει ο Hegel, μπορούσε να παρακολουθεί γαλήνια τα συμβαίνοντα, χωρίς να αντλεί ηθικές συνταγές από την ανάλυση του φαινομένου της ισχύος. Όμως για τους πλείστους άλλους φιλοσόφους το πρόβλημα ετίθετο διαφορετικά.

Ο 20ός αιώνας φάνηκε ν’ αποχαλινώνει την ισχύ σ’ όλη τη δαιμονική φύση της, και τώρα το ζητούμενο ήταν η εναρμόνιση της διάγνωσης της με τη στρατηγική της χαλιναγώγησης της. Δύο βασικές τοποθετήσεις διαγράφηκαν σε σχέση με τούτο το ζητούμενο: αφ’ ενός εκείνη, η οποία προ παντός είχε κατά νου την πάντοτε πιθανή συνύφανση της ισχύος με την εξουσία ή τη βία και μέσω θεσμικών ελέγχων στο πλαίσιο μιας ελεύθερης πολιτικής κοινότητας ήθελε να εμποδίσει τον εκφυλισμό της ισχύος σε αυθαιρεσία· και αφ ετέρου εκείνη, η οποία βεβαία κατέφασκε εξ ίσου τους τέτοιους ελέγχους, συνάμα όμως βρισκόταν εγγύτερα στην πλατωνική παράδοση, εφ’ όσον ταύτιζε την «κακή» ή μη αυθεντική ισχύ με τη βία ή την αυθαιρεσία, επιφυλάσσοντας την έννοια της «γνήσιας» ισχύος στη διαδικασία της ελεύθερης υποταγής χάρη στην άσκηση πειθούς.

Ως εκπρόσωπος της πρώτης από τις δύο αυτές τοποθετήσεις, ο Russell διατυπώνει μια θεωρία περί ισχύος, η οποία μόνον ως προς τα πολιτικά-κανονιστικά της πορίσματα διακρίνεται από εκείνη του Hobbes: ενώ ο Hobbes θέλει τη μονοπώληση της πολιτικής ισχύος για να επιτευχθεί η κοινωνική ειρήνη, ο Russell επιθυμεί τον περιορισμό της μέσω δημοκρατικού ελέγχου.

Όμως οι οντολογικές και ανθρωπολογικές προϋποθέσεις είναι και στις δύο περιπτώσεις γενικά οι ίδιες, πράγμα πού ίσως ανταποκρίνεται στη λογική της ιστορίας των ιδεών: γιατί ο λογικός ατομισμός του Russell αντιτάχθηκε στην ουσιοκρατική φιλοσοφική σκέψη του 19ου αιώνα mutatis mutandis κατά την ίδια έννοια όπως και ο μηχανικισμός του Hobbes στη σχολαστική μεταφυσική και φυσική. Για τον Russell η ισχύς μέσα στην κοινωνία είναι το ίδιο με την ενέργεια μέσα στη φύση (ας θυμηθούμε τη συνάρτηση ανάμεσα στη θεωρία του Hobbes για την ισχύ και στη διδασκαλία του για την κίνηση). Μπορεί λοιπόν να πάρει εξ ίσου πολυάριθμες μορφές όσο και η ενέργεια, σε όλες όμως, από την υποβολή ίσαμε τη γυμνή βία, επιδιώκει το ίδιο, δηλαδή την επιβολή της βούλησης που στέκει πίσω της. Από την άλλη πλευρά —και εδώ καθίσταται πάλι πρόδηλη η συμφωνία με τον Hobbes— η (απεριόριστη) επιδίωξη ισχύος παραμένει ειδοποιό ανθρώπινο γνώρισμα, εφ’ όσον τα ζώα αρκούνται στην ικανοποίηση των βιολογικών τους αναγκών. Και ο Ricoeur πιστεύει ότι η επιδίωξη και ο παράγων της ισχύος δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν από τον κόσμο, μολονότι δεν υπεισέρχεται διεξοδικά στην ανθρωπολογική διάσταση. Προφανώς όμως δέχεται την ύπαρξη μιας τέτοιας διάστασης, γιατί η επιχειρηματολογία του στρέφεται ενάντια στη μαρξιστική συναγωγή της πολιτικής από την οικονομία, η οποία συνεπαγόταν ότι η άρση των οικονομικά προσδιορισμένων ταξικών αντιθέσεων θα καταργούσε από μόνη της την πολιτική ως ισχύ και εξουσία. Η αυτονομία της πολιτικής, όπως την υπογραμμίζει ο Ricoeur, σημαίνει αντίθετα ότι η πολιτική ριζώνει σε βαθύτερα στρώματα του ανθρώπου. Βέβαια, το ανθρώπινο στοιχείο συγκεκριμενοποιείται μέσα στην ιστορία, και μάλιστα με τη μορφή της πολιτικής και κρατικής οργάνωσης, η οποία δημιουργεί κατ’ ανάγκη τον χώρο εκδίπλωσης του Κακού. Το μόνο πού μπορεί να συστήσει κανείς υπ’ αυτές τις συνθήκες είναι η αναζήτηση θεσμικών τεχνικών μεθόδων προκειμένου να τεθούν φραγμοί στην κατάχρηση της ισχύος. Ο Kuhn, ο οποίος χαρακτηριστικά υιοθετεί, όπως και ο Ricoeur, τον βεμπεριανό ορισμό του κράτους, επίσης δεν προσδοκά την κατάργηση της ισχύος και της βίας από την πραγμάτωση της Ουτοπίας· αντίστοιχα, αρκείται στο αίτημα περιορισμού των δυνατοτήτων ασκήσεως βίας στο πλαίσιο της πολιτικής οργάνωσης. Ισχύς είναι γι’ αυτόν γενικά η ικανότητα παραγωγής επιθυμητών αποτελεσμάτων, και εύχεται να επιτυγχάνονται τα τέτοια αποτελέσματα μέσω της ελεύθερης πεποίθησης και απόφασης εκείνων, πάνω στους οποίους ασκείται η ισχύς. Μέσα στο μόρφωμα του κράτους, ωστόσο, η ισχύς και η βία αναμιγνύονται αναπόφευκτα· το παράδοξο, ότι το κράτος πραγματώνει και συνάμα απειλεί την ελευθερία, είναι ανυπέρβλητο. Γιατί και εδώ στέκει στο βάθος η ανθρώπινη φύση, πού ρέπει πάντα στη «διαστροφή του πνεύματος». Ενώ οι τρεις τελευταίοι συγγραφείς υποστηρίζουν τον θεσμικό περιορισμό της ισχύος ακριβώς λόγω του πραγματικού ή δυνητικού εκφυλισμού της σε αυθαίρετη εξουσία και βία, ο Jaspers και η Arendt επιθυμούν την προκαταβολική εννοιολογική κατοχύρωση εναντίον της βίας. Γι’ αυτόν τον σκοπό αποσυνδέουν προγραμματικά την ισχύ από τη βία, και μάλιστα εκπνευματώνοντας την ισχύ. Μολονότι χρησιμοποιούν διαφορετική ορολογία, ο κοινός τους στόχος είναι προφανής. Βέβαια, ο Jaspers συχνά συμπλησιάζει την ισχύ με την εξουσία και τη βία, όμως σ’ αυτό το πλέγμα αντιπαραθέτει το κύρος, το οποίο, όπως λέει, αληθινή ισχύ έχει μόνον όταν είναι φορέας της αλήθειας, μολονότι η ανίσχυρη αλήθεια καθ’ εαυτήν δεν δημιουργεί κύρος. Πάνω στο τέτοιο κύρος πρέπει να θεμελιωθεί σε τελευταία ανάλυση η κοινωνική συμβίωση, αν ευσταθεί η άποψη του Jaspers ότι η συνοχή μεταξύ των ανθρώπων δεν γεννιέται από την εξουσία, παρά από «εσωτερικούς παράγοντες». Η ίδια δυαρχία «εσωτερικών», ή ηθικά ανωτέρων, και εξωτερικών (εργαλειακών) παραγόντων δεσπόζει στη σκέψη της Arendt, όταν χωρίζει εντελώς την ισχύ από τη βία. Κατά τα άλλα η δική της έννοια περί ισχύος δεν απέχει και πολύ από το «κύρος» του Jaspers, αφού ορίζει την ισχύ ως συλλογική σύμπνοια, η οποία συγκρατεί μιαν ομάδα. Όμως το κύρος, όπως λέει η Arendt, δεν χρειάζεται τον εξαναγκασμό• ισχύ μπορεί βεβαία να κατέχει μονάχα το κοινωνικό σύνολο, όμως κύρος είναι δυνατόν να έχουν τόσο τα άτομα, όσο και οι ενώσεις ατόμων ή οι θεσμοί. Η εννοιολογική αυτή κύμανση δείχνει από μόνη της το λογικό και κοινωνιολογικό κενό στην ανάλυση της Arendt. Πράγματι, τη δυνατότητα να συλλάβει την ισχύ ως τον αντίποδα της βίας, και αντίστροφα, την πορίζεται μόνο και μόνο επειδή εξοβελίζει την ενδιάμεση βαθμίδα της εξουσίας, η οποία δεν μπορεί να υπάρξει ούτε χωρίς νομιμοποίηση, αλλά ούτε και χωρίς βία. Η Arendt μέμφεται την παράδοση της πολιτικής σκέψης, ότι ταυτίζει αβασάνιστα την ισχύ με τη βία, και αρνείται να συνειδητοποιήσει πώς η ταύτιση αυτή προέρχεται από έναν συνηθέστατο κοινό τόπο πλατωνικής καταγωγής, ο οποίος επανέρχεται κάθε φορά που στην «καλή» ή «δίκαιη» άσκηση ισχύος αντιπαρατίθεται η «κακή» ή βίαιη και ο οποίος επίσης εμπνέει τους ορισμούς της Arendt. Εν πάση περιπτώσει η Arendt υποπίπτει σ’ ένα χονδροειδές σφάλμα όταν αποδίδει την παραπάνω ταύτιση στον Max Weber. Γιατί ο Weber δεν συνδέει τη βία με την ισχύ εν γένει, παρά με το κράτος και την εξουσία· κατά την άποψή του η ισχύς είναι καθ’ εαυτήν άμορφη, και γι’ αυτόν τον λόγο δεν αποτελεί αντικείμενο κοινωνιολογικής ανάλυσης, μολονότι ο ίδιος χρησιμοποιεί χαλαρά τον όρο προκειμένου να περιγράψει τον στόχο των πολιτικών αγώνων. Αν παραβλέψει κανείς την άσκηση εξουσίας, αν δηλαδή ορίσει, την ισχύ κατά τρόπο υπερβολικά ευρύ (ως «σύμπνοια») και τη βία κατά τρόπο υπερβολικά στενό («εργαλειακά»), τότε βέβαια εύκολα μπορεί να ισχυρισθεί ότι η ισχύς δεν έχει καμμιά σχέση με τη βία και ότι η βία δεν χαρακτηρίζει τη βαθύτερη ουσία της πολιτικά οργανωμένης κοινότητας.

Φυσικά, καμμιά πολιτική κοινότητα δεν μπορεί να επιβιώσει επί πολύ αν στους κόλπους της ασκείται καθημερινά βία σε μεγάλη έκταση, αν δηλαδή μαίνεται ένας διαρκής εμφύλιος πόλεμος — όμως ούτε και μπορεί να υπάρξει χωρίς τη διαρκή απειλή χρήσεως βίας, χωρίς μια εσωτερική οργάνωση κι έναν καταμερισμό εργασίας που της επιτρέπουν να πραγματώσει άμεσα την απειλή χρήσεως βίας. Ανεπτυγμένοι πολιτισμοί δίχως θεσμισμένη χρήση βίας δεν υπήρξαν ποτέ μέχρι σήμερα, κι αυτό βέβαια δεν μπορεί ν’ αποτελεί σύμπτωση. Η διαρκής απειλή χρήσεως βίας είναι φυσικά δυνατόν να ερείδεται σε ευρύτατη κοινωνική «σύμπνοια» κι επομένως να συνιστά ισχύ με την έννοια της Arendt, αλλά από την άλλη πλευρά παραμένει ενδεικτικό για τον χαρακτήρα της κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης το γεγονός ότι ίσαμε σήμερα δεν μπόρεσε να επιτευχθεί καμμία σύμπνοια για το αντίθετο, δηλαδή για την παραίτηση από κάθε απειλή χρήσεως βίας. Η σύμπνοια, πάνω στην οποία πράγματι θεμελιώνεται η κοινωνική και πολιτική οργάνωση, εμπεριέχει a limine την απειλή χρήσεως βίας και τη δυνατότητα άσκησης βίας, όπως π.χ. αποδεικνύει η καθημερινή σύλληψη ανθρώπων σε όλα ανεξαιρέτως τα κράτη. Η ρήση της Arendt, ότι η βία ασκείται μονάχα όπου δεν υπάρχει πια ισχύς, αποτελεί κενή ταυτολογία, η οποία στηρίζεται σε εννοιολογική λαθροχειρία, ήτοι στην υποκατάσταση του ορού «εξουσία» με τον ορό «ισχύς».

Η θεωρητικά παραπλανητική και ιστορικά-κοινωνιολογικά άγονη απάλειψη του εννοιολογικού ορίου μεταξύ ισχύος και εξουσίας χαρακτηρίζει και τη θέση του Foucault, μολονότι εδώ ο εξοβελισμός της έννοιας της εξουσίας υπηρετεί περισσότερο την προσέγγιση παρά την αντιδιαστολή ισχύος και βίας. Ο Foucault έχει αναμφίβολα δίκιο όταν ξεκινά από την αντίληψη ότι η ισχύς ούτε αυτοτελή και χειροπιαστή οντότητα αποτελεί ούτε εντοπίζεται αποκλειστικά σε ορισμένους πολιτικούς φορείς, παρά διαποτίζει ολόκληρη την κοινωνία και συνιστά ένα δίκτυο σχέσεων ή έναν συσχετισμό δυνάμεων. Όμως αυτό δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά μόνον ότι η ισχύς καθ’ εαυτήν είναι άμορφη και πρέπει να κρυσταλλωθεί σε απειράριθμες διαφορετικές μορφές. Αν δεν κρυσταλλωθεί έτσι, τότε μπορεί ν’ αποτελέσει αντικείμενο ανθρωπολογικών και ψυχολογικών, όχι όμως ιστορικών διερευνήσεων και ο ίδιος ο Foucault, όταν διερευνά τον μικρόκοσμο της ισχύος, δεν μπορεί να ανακαλύψει μικρότερα μόρια από θεσμούς όπως η κλινική ή η φυλακή. Όμως έτσι το πρόβλημα απλώς τίθεται. Γιατί υπάρχουν μεγαλύτεροι και μικρότεροι, βαρύτεροι κι, ελαφρύτεροι, περιπλοκότεροι κι απλούστεροι κρύσταλλοι ισχύος, και οι διαφορές ή οι μεταβάσεις ανάμεσα τους χρειάζονται (και) τη μακροσκοπική ανάλυση προκειμένου να εξηγηθούν. Ο τρόπος, με τον οποίο ο Foucault ορίζει το κράτος ως θεσμική ενοποίηση των σχέσεων ισχύος, μας δείχνει ότι έχει κατά νου μια προσθετική και ποσοτική σχέση· πάντως δεν εξηγεί ούτε την κοινωνική ιεράρχηση των σχέσεων ισχύος και των θεσμών ούτε την ύπαρξη σχέσεων ισχύος έξω από τον θεσμικό έλεγχο του κράτους — πράγμα πού οφείλεται βέβαια στην άκριτη απάλειψη του εννοιολογικού ορίου μεταξύ ισχύος και εξουσίας. Επί πλέον, η μικροφυσική θεώρηση της ισχύος διόλου δεν προσφέρεται για την ανάλυση της γένεσης, του χαρακτήρα και της παρακμής κοινωνικών σχηματισμών, και μάλιστα αποκτά η ίδια νόημα μόνο με την ένταξη των ευρημάτων της σ ένα ευρύτερο πλαίσιο, όπως άλλωστε μαρτυρούν έμμεσα οι συνεχείς και καθ’ εαυτές πολύ σχηματικές παρεκβάσεις του Foucault πάνω στις γενικές τάσεις τούτης ή εκείνης της εποχής. Για την ανθρωπολογική τους ανοψία, πάλι, δεν μπορούμε να μιλήσουμε χωρίς να υπεισέλθουμε στις στρουκτουραλιστικές τους προϋποθέσεις.

Γενικά όμως μπορούμε να πούμε ότι η μικροφυσική της ισχύος, όπως την επιχειρεί ο Foucault, λιγότερο αποτελεί μια πρόοδο στην κατανόηση των πραγμάτων και περισσότερο έναν ιδεολογικό αντικατοπτρισμό των συνθηκών της δυτικής μαζικής δημοκρατίας, οι όποιες χαρακτηρίζονται από τη συνύφανση δημόσιου και ιδιωτικού χώρου και την αποσύνθεση των παραδοσιακών ιδεών περί εξουσίας. Η σύλληψη των σχέσεων ισχύος ως διακεκομμένης σειράς σποραδικών σημείων εκπροσωπεί, πάνω στο επίπεδο της θεωρίας, την εξασθένιση των παλαιών σεβάσμιων θεσμών και την κατάλυση των μεγάλων συλλογικών υποκειμένων, ήτοι την κατάτμηση του συλλογικού σώματος σε άτομα, πάνω στο επίπεδο της κοινωνικής πράξης. Η ισχύς ως πρόβλημα μετατοπίζεται στο πεδίο της καθημερινής ζωής και στο δίκτυο των ενδοανθρώπινων σχέσεων στον βαθμό πού ο πολιτικός αγώνας μεγάλης κλίμακας απαρχαιώνεται και στη θέση του μπαίνει η αυτοπραγμάτωση σε στενό κύκλο. Εμπόδια ή απαγορεύσεις, πού φράζουν τον δρόμο της αυτοπραγμάτωσης, αναφύονται επίσης μέσα στον στενό εκείνο κύκλο, τον όποιο σκοπούσε να συλλάβει η μικροφυσική της ισχύος. Έτσι βιώνεται η καταπίεση μέσα στην κοινωνία της ευημερίας — και έτσι ανακηρύσσεται μεγάλος φιλόσοφος όποιος προάγει την απελευθέρωση ξεσκεπάζοντας τους μηχανισμούς της τέτοιας καταπίεσης.

Θα ήταν άσκοπη αυταπάτη να προσδοκά κανείς ότι οι πλείστοι φιλόσοφοι, οι όποιοι δεν επιθυμούν να είναι philosophes maudits, θα αποσυνδέσουν ποτέ τον στοχασμό τους πάνω στην ισχύ, την εξουσία και τη βία από το πρόβλημα του νοήματος και των κανονιστικών αρχών, δηλαδή απ’ το εγχείρημα της ιδεολογικής νομιμοποίησης. Η παραγωγή νοήματος είναι η αξίωση ισχύος των φιλοσόφων, και η κοινωνική επιβολή του νοήματος, το οποίο αυτοί παράγουν, αποτελεί τη μόνη τους δυνατότητα να ασκήσουν ισχύ μέσα στην κοινωνία, αδιάφορο από ποιους πλάγιους δρόμους και μέσα από ποιες προσαρμογές. Ωστόσο δεν θα ήταν σωστό να κακολογήσει κανείς τους φιλοσόφους γι’ αυτόν τον λόγο, προ παντός όταν γνωρίζει πόσο πολύμορφη και πολύκλαδη είναι η επιδίωξη ισχύος. Η θέση τους είναι βέβαια παράδοξη, γιατί είναι υποχρεωμένοι —όπως και πολλοί άλλοι μέσα στις συνθήκες του πολιτισμού— να εξωτερικεύσουν τη δική τους επιδίωξη ισχύος ως θεωρητικά θεμελιωμένη αποκήρυξη κάθε παρόμοιας επιδίωξης. Παρόμοιες θεωρητικές θεμελιώσεις συνομαδώθηκαν ίσαμε σήμερα κυρίως γύρω από δύο θέσεις. Αφ’ ενός αμφισβητήθηκε συχνά ότι η επιδίωξη ισχύος ανήκει στην ανθρωπινή φύση, αν εννοούμε μ αυτήν μια πρωτογενή ορμή κατεξουσίασης άλλων ανθρώπων. Όμως δεν είναι καθόλου λογικά αναγκαίο να δεχθούμε την ύπαρξη ανεκρίζωτων και επιθετικών ψυχορμήτων ισχύος προκειμένου να διαπιστώσουμε ότι παντού και πάντα είναι ενεργής μια επιδίωξη ισχύος. Στην επιδίωξη ισχύος ωθεί αναγκαστικά ήδη η λογική των καταστάσεων, μέσα στις οποίες λαμβάνει χώρα η κοινωνική δραστηριότητα — και η λογική τούτη δεν είναι δυνατόν να καταργηθεί όσο υπάρχουν άνθρωποι ενδιαφερόμενοι απλώς για την αυτοσυντήρηση τους. Ο πολιτισμός και το κεντρικό πολιτισμικό φαινόμενο του ιδεατού αναδιπλασιασμού, της μετοχέτευσης ή της εξουδετέρωσης των βιολογικών παραγόντων έκαμαν την αυτοσυντήρηση υπόθεση άκρως περίπλοκη και πολυστρώματη, και μάλιστα επειδή συνέδεσαν πολύ στενά την αυτοσυντήρηση με το πρόβλημα του νοήματος. Οι τριβές μεταξύ των ανθρώπων πολλαπλασιάζονται αναγκαστικά στον βαθμό που η αυτοσυντήρηση γίνεται πολυδιάστατο εγχείρημα. Επί πλέον, η διαδικασία της αυτοσυντήρησης, όπως γνώριζε ήδη ο Hobbes, δυναμοποιείται λόγω της ιδιαίτερης ικανότητας του ανθρώπου να φαντάζεται μελλοντικές καταστάσεις και να λαμβάνει τα μέτρα του για καταστάσεις απλώς πιθανές. Θα έπρεπε να δεχθούμε μια προδιατεταγμένη αρμονία των πνευμάτων, ήτοι των νοοτροπιών, των επιθυμιών και των παθών για να αποκλείσουμε συγκρούσεις, ακόμα και ακραίες, κάτω από τις συνθήκες αυτές. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο οι ηθικοί φιλόσοφοι θέλουν να εντοπίσουν την ουσία του ανθρώπου στον Λόγο του, τονίζοντας παράλληλα την ομοιομορφία και τη δεσμευτικότητα του Λόγου σε αντίθεση με τα άπειρα ζητήματα γούστου. Όμως ακόμα κι αν είχαν δίκιο, και πάλι η υπόθεση της κοινωνικής ηθικής δεν θα προαγόταν ιδιαίτερα όσο ο

Λόγος δεν θα επιφορτιζόταν από όλους ανεξαίρετα με τη λύση των σπουδαιότερων προβλημάτων. Ο ισχυρισμός, ότι ο Λόγος μπορεί να υπερβεί την επιδίωξη ισχύος επειδή διαφέρει από τούτη ουσιαστικά, αποτελεί τη δεύτερη βασική θέση της κανονιστικής φιλοσοφίας και, όπως ξέρουμε, κυριαρχεί στο προσκήνιο από την εποχή του Πλάτωνα. Η επιδίωξη ισχύος αποτελεί, όπως λέγεται, ένα σκοτεινό ψυχόρμητο ή μιαν άλογη ανάγκη πού συνυφαίνεται με την κοντόθωρη επιθυμία της αισθησιακής ηδονής και θα ‘πρεπε, όπως κι αυτή η τελευταία, να τεθεί υπό τον έλεγχο του υπέρτερου ορθολογικού πνεύματος.

Ωστόσο τα πράγματα έχουν ακριβώς αντίστροφα. Η βούληση της ισχύος —διαφορετικά απ’ όσα πίστευε ο Nietzsche— είναι φαινόμενο ανθρώπινο με την ειδοποιό σημασία, ακριβώς επειδή το ειδοποιό γνώρισμα του ανθρώπου έγκειται, σ’ ό,τι συνηθίσαμε να ονομάζουμε «πνεύμα» ή «Λόγο». Η επιδίωξη ισχύος, αν έχει κάποιες, έστω και μικρές κοινωνικές αξιώσεις, δεν μπορεί να ενεργοποιηθεί εφ όσον ο υποκειμενικός της φορέας δεν είναι σε θέση να παραιτηθεί από την άμεση ηδονή και εν γένει να υποτάξει, σχεδιάζοντας και προνοώντας, τις βραχυπρόθεσμες επιθυμίες στους μακροπρόθεσμους στόχους του. Βέβαια, στους ηθικούς φιλοσόφους φαίνεται απίστευτο και παράδοξο ότι ένα πνεύμα, το οποίο επιδιώκει την ισχύ και την εξουσία, μεθοδεύει τη δραστηριότητα του παρόμοια με το πνεύμα πού αφοσιώνεται στην άσκηση της αρετής. Για να ξεφύγουν από το παράδοξο αυτό προσπάθησαν ανέκαθεν να χαράξουν σαφή όρια ανάμεσα στον κανονιστικό και στον εργαλειακό Λόγο. Όμως τέτοια όρια θα μπορούσαν να χαραχθούν μονάχα αν ήταν απολύτως αδύνατο να χρησιμοποιηθούν οι ηθικές και κανονιστικές αρχές ως εργαλεία για την επίτευξη των σκοπών της ισχύος. Ωστόσο — όπως είναι γνωστό και αποδεδειγμένο— ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει.

ΠΗΓΗ: Το κείμενο έχει δημοσιευθεί στο : Κονδύλης, Π., Η ηδονή, η ισχύς, η ουτοπία. Εκδόσεις Στιγμή, 1992. Πηγή για την ηλεκτρονική μορφή του: http://kondylis.wordpress.com/

Δευτέρα 21 Μαΐου 2012

Τα Ευκόλως Διαννοούμενα Παραλείπονται



Ας μείνουμε ευγενείς, πολιτισμένοι
γνωρίζοντας καλά τι μας προσμένει

Ας μείνουμε ευγενείς, το δίχως άλλον
εν μέσω των κραυγών των κανιβάλων

Ας μείνουμε πιστοί στα υψηλά ιδεώδη
ας παριστάνουμε τα νήπια του Ηρώδη

Λιγάκι αφελείς, κάπως αθώοι
με την ελπίδα πως εμείς θα βγούμε σώοι

Κι όταν με το καλό μας πλησιάσουν
με το καζάνι στη φωτιά να βράζει
εμείς με όλο γλύκα κι όλο νάζι
θα λέμε ευγενικά πως δεν πειράζει.

Και σαν το τελευταίο κοκκαλάκι γλύψουν
μεγάλη απογοήτευση! θ' ανακαλύψουν
πως τελικά δεν έχουνε χορτάσει
και άδικα μας είχαν θυσιάσει.


Μα στο στομάχι θα τους μείνει ένα βάρος
σίγουρα θα 'ναι το δικό μας θάρρος.


Δευτέρα 14 Μαΐου 2012

“Masturbation Is the Best Policy” by Benjamin Franklin by Mark Twain

1
ΚΑΡΟΛΟΣ ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ (Πρόεδρος της Δημοκρατίας): Κύριοι σας καλωσορίζω.
Προτείνω να αρχίσω με μία δική μου εισήγηση. Έχω επίσης ένα ενδιαφέρον σημείωμα του Πρωθυπουργού για την οικονομική κατάσταση, που το έστειλε για προσωπική μου χρήση. Έχει πολύ ενδιαφέρον και θα σας το δώσω να το διαβάσετε και εσείς. Στη συνέχεια θα πάρει το λόγο ο κ. Σαμαράς, ο κ. Τσίπρας και ο κ. Βενιζέλος. Υπάρχει κάποια ένσταση;
ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΣΑΜΑΡΑΣ (Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας): Καμία.
ΚΑΡΟΛΟΣ ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ (Πρόεδρος της Δημοκρατίας): Κύριοι, έχει ήδη χαθεί πολύτιμος χρόνος και η ακυβερνησία αποτελεί σοβαρό κίνδυνο για την οικονομική ασφάλεια του ελληνικού λαού και την ίδια την εθνική μας υπόσταση.
Παρακολούθησα προσεκτικά όσα έγιναν αυτή την εβδομάδα και λυπάμαι πολύ που δεν βρέθηκε λύση όπως επιτάσσει το εθνικό συμφέρον και η βούληση του ελληνικού λαού. Εύκολες και ανώδυνες αποφάσεις δεν υπάρχουν για κανέναν. Θα κριθούμε όλοι πολύ αυστηρά εάν η παράταση της πολιτικής αστάθειας επιφέρει μοιραίες συνέπειες. Ο κίνδυνος είναι πραγματικός. Σας το λέω μετά λόγου γνώσεως. Έχω ενημερωθεί τόσο από τον Πρωθυπουργό όσο και από τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και από τον Υπουργό Οικονομικών για την ταμειακή κατάσταση της χώρας και για τον κίνδυνο κατάρρευσης του τραπεζικού συστήματος εάν συνεχιστούν οι αποσύρσεις καταθέσεων από τις τράπεζες λόγω της ανασφάλειας που γεννά στους πολίτες η πολιτική κατάσταση.
Είχα συνομιλίες προχθές και χθες με τον κ. Ρομπέι και τον κ. Σουλτς, οι οποίοι με τη θεσμική τους ιδιότητα με διαβεβαίωσαν για τη βούλησή τους να βοηθήσουν. Έχω εικόνα των ευρωπαϊκών και οικονομικών δεδομένων και είμαι εξαιρετικά ανήσυχος.
Αναμένω να καταλήξετε σε σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας. Να συζητήσουμε για την πολιτική επιδίωξη αυτής της κυβέρνησης για τους στόχους, τη διάρκεια και τη σύνθεσή της. Αλλά να ξεκινήσουμε από τη διαπίστωση ότι έχουμε καθήκον να συμφωνήσουμε.
Γνωρίζετε ότι τηρούνται πρακτικά. Αν δεν καταλήξουμε αυτή τη φορά, τα πρακτικά θα δημοσιοποιηθούν, γιατί πρέπει ο ελληνικός λαός να γνωρίζει για ποιον λόγο και με ποια επιχειρήματα δεν κατέστη δυνατή η εθνικά αναγκαία πολιτική συναίνεση.
Γνωρίζετε ότι αυτό θέλει ο λαός. Και εγώ ο ίδιος σκοπεύω να ενημερώσω τον ελληνικό λαό για τα συμπεράσματά μου. Είμαι απόλυτα έτοιμος να αναλάβω την ευθύνη που μου αναλογεί.
Οι διαφορές των θέσεών σας είναι μικρές και ασήμαντες σε σύγκριση με το χρέος σας απέναντι στην πατρίδα.
2
Η θέση της Νέας Δημοκρατίας είναι η κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας με δύο προϋποθέσεις: διασφάλιση της παραμονής της χώρας στο ευρώ και επαναδιαπραγμάτευση για τροποποιήσεις των συμφωνιών που έχουν υπογραφεί.
Η θέση του ΣΥΡΙΖΑ είναι η παραμονή της χώρας στο ευρώ, όπως έχει εκφραστεί στην πρόσφατη επιστολή σας, κύριε Πρόεδρε, προς τον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και η επανεξέταση του συνολικού πλαισίου, της στρατηγικής δηλαδή του μνημονίου.
Η θέση του ΠΑΣΟΚ είναι η κυβέρνηση εθνικής ενότητας, ευρείας συνεργασίας των φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων.
Πιστεύω ότι οι τοποθετήσεις αυτές και των τριών Κομμάτων είναι συμβατές μεταξύ τους και άρα υπάρχουν οι προϋποθέσεις για κυβερνητική συνεργασία τουλάχιστον μεταξύ των τριών εντολοδόχων κομμάτων και ίσως και με κάποια από τα υπόλοιπα, όπως θα διερευνήσω στις συζητήσεις με τους Προέδρους τους. Εξάλλου στην Ευρώπη και μετά τις ελληνικές εκλογές και την επικράτηση του κ. Ολάντ, αρχίζει να διαμορφώνεται ένα νέο κλίμα και θα είναι κρίμα η αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης στην Ελλάδα να μη μας επιτρέψει να το εκμεταλλευτούμε.
Σας δίνω να διαβάσετε την επιστολή που έστειλε προσωπικά σε εμένα ο κύριος Πρωθυπουργός.
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ (Πρόεδρος του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος): Κύριε Πρόεδρε, αν μου επιτρέπετε, σε συνέχεια του σημειώματος του κυρίου Πρωθυπουργού που μας δώσατε να διαβάσουμε, θα ήθελα να θυμίσω –το ξέρουν και ο κ. Σαμαράς και ο κ. Τσίπρας- ότι πρέπει να πάρουμε μία απόφαση την Τρίτη το αργότερο για την πληρωμή ή μη του ομολόγου που λήγει και ανήκει στην κατηγορία των ομολόγων αγγλικού δικαίου παλαιάς έκδοσης που έμειναν εκτός PSI. Αυτό έχει πολύ μεγάλες νομικές και πολιτικές συνέπειες. Πρέπει να βοηθήσουμε την κυβέρνηση να αποφασίσει.
Επίσης, επειδή ο κ. Σαχινίδης έχει μία αγωνία τι θα κάνει τη Δευτέρα στο Eurogroup είναι καλό να έχει και κάποια αίσθηση τι θα πει στους ομολόγους του για την πολιτική κατάσταση της χώρας. Γιατί αυτό θα είναι ένα βασικό αντικείμενο συζήτησης που θα πάρει ευρεία διεθνή δημοσιότητα. Ο ίδιος νοιώθει αμήχανος γιατί δεν έχει πλέον ουσιαστική νομιμοποίηση. Πρέπει να ξέρει τι θα κάνει.
Το πρώτο θέμα του ομολόγου, επειδή είναι μία μεγάλη πολιτική απόφαση, πρέπει να τη σηκώσουν τα κόμματα. Δεν μπορεί να τη σηκώσει ούτε ο υπηρεσιακός Πρωθυπουργός ούτε ο Υπουργός Οικονομικών.
ΚΑΡΟΛΟΣ ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ (Πρόεδρος της Δημοκρατίας): Ο κ. Σαμαράς έχει το λόγο.
3
ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΣΑΜΑΡΑΣ (Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας): Κύριε Πρόεδρε, σε αυτό το σημείο που λέει ο κ. Βενιζέλος θεωρώ ότι είναι απαραίτητη η ξεκάθαρη τοποθέτηση του Πρωθυπουργού. Είναι ο κατ’ εξοχήν επαΐων, ειδήμων και ειδικός σε αυτά τα θέματα και θα πρέπει να μας πει ποια είναι η άποψή του εάν το πληρώνουμε ή όχι. Απ’ ότι αντιλαμβάνομαι υπάρχουν χώρες ή οργανισμοί που θέλουν να το πληρώσουμε, άλλες χώρες ή άλλοι οργανισμοί που δεν θέλουν να το πληρώσουμε. Υπάρχουν επιχειρήματα και από τις δύο πλευρές. Ο κατ’ εξοχήν εξειδικευμένος σε αυτά τα ζητήματα είναι ο κ. Παπαδήμος και πιστεύω ότι θα πρέπει να υπάρχει η δική του άποψη. Έχει την πλήρη ανάγνωση των θεμάτων. Ήταν εκεί. Τα γνωρίζει αυτά καλύτερα παντός άλλου. Άλλωστε γι’ αυτό το λόγο έγινε και Πρωθυπουργός, λόγω των ειδικών γνώσεων σε αυτόν τον τομέα. Θα ήταν χρήσιμο, λοιπόν, να έχουμε τη δική του άποψη.
ΚΑΡΟΛΟΣ ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ (Πρόεδρος της Δημοκρατίας): Ο κ. Τσίπρας έχει το λόγο.
ΑΛΕΞIOΣ ΤΣΙΠΡΑΣ (Πρόεδρος του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς): Θεωρώ μη λογικό ότι δεν έχουμε μία συγκεκριμένη εισήγηση από την πλευρά της Κυβέρνησης που χειρίστηκε το θέμα. Διότι η Κυβέρνηση και το οικονομικό επιτελείο -ανεξάρτητα εάν μετά από τα αποτελέσματα των εκλογών προφανώς έχει δίκιο ο κ. Σαχινίδης να αισθάνεται ότι δεν έχει πολιτική νομιμοποίηση να συνεχίζει να ασκεί τα καθήκοντά του- χειρίστηκε όλη τη διαδικασία του PSI .
Το πρόβλημα με αυτό το ομόλογο δεν προέκυψε την 7η του Μάη. Ήταν ένα πρόβλημα που το γνωρίζαμε πολύ πριν. Άρα, όφειλε η Κυβέρνηση να έχει έναν στρατηγικό σχεδιασμό για την αντιμετώπισή του. Από τη στιγμή που εμείς θα έχουμε μία συγκεκριμένη εισήγηση από την πλευρά του κ. Παπαδήμου, θα τοποθετηθούμε επί της ουσίας. Έχουμε σκέψεις για το πώς μπορούμε να διαχειριστούμε αυτό το θέμα. Θεωρώ όμως χρήσιμο και κρίσιμο να έχουμε και την άποψη του Πρωθυπουργού.
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ (Πρόεδρος του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος): Κύριε Πρόεδρε, συμφωνώ απολύτως με τον κ. Σαμαρά και τον κ. Τσίπρα ότι χρειαζόμαστε μία τεχνική και πολιτική εισήγηση του Πρωθυπουργού.
Επειδή έτυχε να έχω χειριστεί τα θέματα ως Υπουργός Οικονομικών μέχρι τις 19 Μαρτίου, αν και αυτό το θέμα προέκυψε στις 27 Απριλίου στην κορύφωση της προεκλογικής περιόδου, θέλω να σας πω ότι η δική μου προδιάθεση, η πολιτική και η οικονομική, ήταν και είναι να μην πληρωθεί αυτό το ομόλογο. Αλλά χρειάζεται να πάρουμε τις σχετικές ασυλίες, τα waivers από μία σειρά οργανισμούς και χώρες όπως είναι το Λουξεμβούργο, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, όπως είναι το EFSF. Προφανώς θα υποτάξω την προσωπική μου άποψη στη συλλογική άποψη με βάση την εισήγηση του Πρωθυπουργού εάν είναι διαφορετική.
4
ΚΑΡΟΛΟΣ ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ (Πρόεδρος της Δημοκρατίας): Ο κ. Σαμαράς έχει το λόγο.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΣΑΜΑΡΑΣ (Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας): Κύριε Πρόεδρε, αυτά τα οποία είπατε εσείς και αυτά τα οποία διάβασα από την επιστολή του Πρωθυπουργού, ενισχύουν την άποψή μας ότι πρέπει πάση θυσία να υπάρξει κυβέρνηση. Το μήνυμα του ελληνικού λαού ήταν σαφές. Ο λαός, όπως είπατε, έδειξε τη βούλησή του και λέει «συνεργαστείτε».
Ο κίνδυνος της ακυβερνησίας είναι πράγματι μεγάλος. Η Νέα Δημοκρατία με αίσθηση της απόλυτης σοβαρότητας με την οποία πρέπει να αντιμετωπιστεί το ζήτημα, εξαρχής έθεσε τα δύο θέματα που είπατε και εσείς, δηλαδή την ανάγκη να υπάρχει αλλαγή πολιτικής με μία επαναδιαπραγμάτευση, πάντοτε όμως με την παραμονή της χώρας στο ευρώ.
Πιστεύω ότι ως Κόμμα που εξελέγη και πρώτο στην καινούργια Βουλή, πρέπει εμείς πρώτοι να δείξουμε ότι κάνουμε και τη μέγιστη δυνατή παραχώρηση, ακριβώς για να φανεί ότι εμείς πρώτοι κάνουμε αυτό το οποίο πρέπει για να πετύχουμε μία τέτοια συμφωνία.
Είπαμε, λοιπόν, εάν δεν γίνεται όλοι μαζί να συνεννοηθούμε τότε να δοθεί η ανοχή μας στους υπόλοιπους για να κάνουν τη δική τους κυβέρνηση, πάντα βέβαια με την προϋπόθεση του ευρώ. Εάν κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατο, είπαμε ότι θα ήταν δυνατή η συνεργασία Νέας Δημοκρατίας, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜ.ΑΡ. προς την κατεύθυνση αυτή ή έστω οι τρεις μαζί και ο κ. Καμμένος ακόμη εάν ήθελε, με τη δική μας ανοχή. Ή να είναι η Νέα Δημοκρατία, το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜ.ΑΡ. με την ανοχή του ΣΥΡΙΖΑ. Και όταν λέω την ανοχή του ΣΥΡΙΖΑ τη θέλω με την εξής λογική: Ζητώ μία ισχυρή δέσμευση διάρκειας, κύριε Πρόεδρε. Διαφορετικά θα μπούμε σε μία μόνιμη προεκλογική ψυχολογία με τους κινδύνους των καταθέσεων, όπως σωστά τους φωτογραφίζει και τους περιγράφει και ο Πρωθυπουργός, με μία προσωρινότητα η οποία ποτέ στην Ελλάδα δεν βοήθησε στην αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης.
Αισθάνομαι ότι το κράτος δεν θα υπακούσει σε μία κυβέρνηση που έχει ανάγκη να πάρει ισχυρές και δύσκολες αποφάσεις εάν το χρονικό πλαίσιο και περιθώριο είναι πολύ μικρό, ορισμένων μηνών. Στην περίπτωση μάλιστα αυτής της νέας κυβέρνησης τα προβλήματα θα είναι δύσκολα, θα απαιτούν χρόνο. Σας θυμίζω ότι παλαιότερα –εσείς και εγώ το έχουμε ζήσει- η Κυβέρνηση Τζαννετάκη έγινε μόνο για τρεις μήνες προκειμένου να μην παραγραφούν κάποια αδικήματα, ενώ η Κυβέρνηση Παπαδήμου έγινε με συγκεκριμένο στόχο, με ειδικό σκοπό ας το πούμε έτσι, το PSI.
Τώρα πιστεύω ότι χρειάζεται τουλάχιστον ένα ελάχιστο χρονικό διάστημα μέχρι τις Ευρωεκλογές να υπάρξει μία τέτοια κυβέρνηση. Διαφορετικά οι αναταράξεις που θα δημιουργηθούν θα παίξουν το παιχνίδι της ύφεσης και άθελά τους ίσως παίξουν και το
5
παιχνίδι των κερδοσκόπων. Σίγουρα θα παίξουν το παιχνίδι της απόσυρσης των καταθέσεων, που μπορεί να είναι και το οριστικό χτύπημα στην έλλειψη ρευστότητας που σήμερα υπάρχει, η οποία είναι το αίμα της οικονομίας που έχει παραλύσει όλες τις επιχειρήσεις ακόμη και τις υγιείς.
Να τελειώσω με μία πολιτική παρατήρηση. Θεωρώ ότι ο καθένας από εμάς θα πρέπει να βάλει και λίγο νερό στο κρασί του, λίγο ή πολύ. Πάντως κάτι πρέπει να γίνει προκειμένου να πετύχουμε αυτό το οποίο κατ’ εμέ αποτελεί το σαφές μήνυμα του ελληνικού λαού, όπου είναι και εντολή του, δηλαδή να συνεργαστούμε ώστε να υπάρξει κυβέρνηση.
ΚΑΡΟΛΟΣ ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ (Πρόεδρος της Δημοκρατίας): Ο κ. Τσίπρας έχει το λόγο.
ΑΛΕΞIOΣ ΤΣΙΠΡΑΣ (Πρόεδρος του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς): Κύριε Πρόεδρε, εξ’ όσων καταλαβαίνω απ’ όσα πριν λίγο είπε ο Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας , αλλά και από την τοποθέτηση του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ μετά τη συνάντησή σας χθες, διαφαίνεται ότι υπάρχει μία κατεύθυνση προγραμματικής συμφωνίας για μία διετή κυβέρνηση στα πλαίσια της εφαρμογής του προγράμματος του μνημονίου ενδεχομένως με διαπραγμάτευση και παραλλαγές με στόχο την παραμονή της χώρας στο ευρώ. Έτσι δήλωσε ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ χθες, έτσι καταλαβαίνω και από την τοποθέτηση του Προέδρου της Νέας Δημοκρατίας, στην οποία υπάρχει και η συμφωνία και ενός ακόμη Κόμματος, της Δημοκρατικής Αριστεράς. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι διαμορφώνεται η δυνατότητα μιας κυβέρνησης με 168 Βουλευτές άρα με τη δεδηλωμένη.
Θεωρώ πρωτοφανές και αδιανόητο να τίθεται ως προαπαιτούμενο για τη συγκρότηση αυτής της κυβέρνησης η συμμετοχή ενός Κόμματος που προεκλογικά και μετεκλογικά έχει διαφορετικό πρόγραμμα και διαφορετικό προσανατολισμό. Δεν λέω ότι δεν υπάρχουν συμπτώσεις, αλίμονο, δεν μπορούμε να διαφωνούμε σε όλα. Αλλά και οι δικές μας δεσμεύσεις είναι σε διαφορετική κατεύθυνση.
Όπως καταλαβαίνετε εμείς δεσμευόμαστε από το ένα εκατομμύριο εξήντα ένα χιλιάδες ψήφους που πήραμε σε αυτές τις εκλογές. Και προεκλογικά μιλήσαμε με μεγάλη σαφήνεια για την ανάγκη ακύρωσης ενός προγράμματος που θεωρούμε ότι είναι σε λάθος κατεύθυνση, του προγράμματος του μνημονίου. Δεν μιλήσαμε για τη δυνατότητα συμμαχιών μας μετεκλογικά με τα κόμματα και τις δυνάμεις που υποστήριξαν και δεσμεύτηκαν σε αυτό το πρόγραμμα. Μιλήσαμε για την ανάγκη κυβέρνησης της Αριστεράς. Δεν μιλήσαμε για ισοδύναμα μέτρα, δεν ήταν στον δικό μας προεκλογικό προγραμματικό λόγο. Άλλα κόμματα μίλησαν γι’ αυτά.
Αμέσως μετά τις εκλογές επαναλάβαμε τις θέσεις και τις απόψεις μας δημόσια, αντιλαμβανόμενοι την ανάγκη να υπάρξει κυβερνητική διέξοδος. Διερευνήσαμε αυτή τη δυνατότητα ώστε η κυβερνητική διέξοδος να βρίσκεται στους βασικούς άξονες των δικών
6
μας προγραμματικών θέσεων και προεκλογικών δεσμεύσεων. Διαπιστώσαμε ότι αυτό δεν καθίσταται δυνατό.
Σας άκουσα να αναφέρεσθε στη δική μας τοποθέτηση, αναφερόμενος στην επιστολή που έστειλα προς τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θα ήθελα να διευκρινίσω ότι σε αυτή την επιστολή αυτή διατύπωσα με σαφήνεια τέσσερις βασικούς άξονες.
Πρώτον, ότι δεν υπάρχει πολιτική νομιμοποίηση για τη συνέχεια της εφαρμογής του προγράμματος λιτότητας, του μνημονίου ειδικότερα σε ό,τι αφορά τα άμεσα μέτρα, περικοπές μισθών και συντάξεων. Θεωρούμε ότι αυτό θα επιτείνει τα αδιέξοδα στα οποία αναφερθήκατε και εσείς και ο Πρωθυπουργός με την επιστολή του προς εσάς.
Δεύτερον, εξηγήσαμε στους ευρωπαίους εταίρους, στα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ότι το πρόγραμμα δεν έχει απονομιμοποιηθεί μόνο πολιτικά, αλλά έχει αποτύχει και οικονομικά. Είναι αναποτελεσματικό. Το φάρμακο που έχει διαπιστωθεί ότι είναι το ενδεδειγμένο για την αντιμετώπιση του προβλήματος, είναι χειρότερο από την ίδια την ασθένεια: σκοτώνει την ελληνική οικονομία.
Εδώ θα ήθελα να σας διορθώσω, διότι τοποθετηθήκατε στην εισαγωγή σας σε ό,τι αφορά τις θέσεις μας για την ανάγκη επανεξέτασης του μνημονίου. Εμείς μιλήσαμε για την ανάγκη από μηδενική βάση να υπάρχει επανεξέταση της ευρωπαϊκής στρατηγικής. Αναφερόμαστε συνολικά στην πολιτική της λιτότητας, που στην Ελλάδα, στην Πορτογαλία, στην Ιρλανδία είναι η πολιτική που διαμορφώνεται στα πλαίσια μνημονίων, στην Ισπανία, στην Ιταλία χωρίς μνημόνια, αλλά είναι ο βασικός πυρήνας αυτής της πολιτικής. Μιλήσαμε με συγκεκριμένους όρους ότι η εσωτερική υποτίμηση που είναι στον πυρήνα και στη φιλοσοφία αυτής της πολιτικής, είναι καταστροφική. Μιλήσαμε και για την ανάγκη ουσιαστικής επανεξέτασης αυτής της στρατηγικής…
ΚΑΡΟΛΟΣ ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ (Πρόεδρος της Δημοκρατίας): Επανεξέτασης ή ανατροπής της τωρινής ευρωπαϊκής πολιτικής;
ΑΛΕΞIOΣ ΤΣΙΠΡΑΣ (Πρόεδρος του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς): Πρέπει να ξεκινήσουμε κατ’ αρχήν από μία διαπίστωση όλοι στην Ευρώπη, ότι αυτή η εφαρμοζόμενη πολιτική είναι αδιέξοδη. Αν ξεκινήσουμε από αυτή τη διαπίστωση. Βεβαίως εμείς δεν μιλάμε για μονομερείς ενέργειες. Θα πρέπει να υπάρξει ριζική αλλαγή αυτής της πολιτικής. Και αν με ρωτάτε θα σας πω ότι εννοούμε πως πρέπει και το Σύμφωνο Δημοσιονομικής Σταθερότητας να επανεξεταστεί. Δεν το λέμε μόνο εμείς, το λένε και δυνάμεις που παίζουν σημαντικό ρόλο στα ευρωπαϊκά πράγματα όπως ο νέος Πρόεδρος της Γαλλίας κ. Ολάντ.
Να διευκρινίσω για να μην υπάρχει καμία αμφισβήτηση επ’ αυτού: Επανεξέταση του πλαισίου στρατηγικής δεν σημαίνει επανεξέταση μόνο του μνημονίου, αλλά όλου του πλαισίου στρατηγικής. Το μνημόνιο ως πρόγραμμα που έχει την εσωτερική υποτίμηση ως
7
βασικό συστατικό, κατά τη γνώμη μας έχει απονομιμοποιηθεί πολιτικά και έχει αποτύχει ως προς την αποτελεσματικότητά του οικονομικά.
Ο τέταρτος άξονας στην επιστολή μου –και παρακαλώ κρατήστε το αυτό- είναι ότι εάν συνεχιστεί αυτό το πρόγραμμα στην Ελλάδα, η Ελλάδα κινδυνεύει να βρεθεί μπροστά σε ανθρωπιστική κρίση. Και κρατήστε τον όρο «ανθρωπιστική κρίση» μπορεί να μας είναι χρήσιμος και νομικά. Αλλά υφίσταται κίνδυνος αστάθειας και αποσταθεροποίησης της συνοχής της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης εν συνόλω.
Σε ό,τι αφορά το χρέος απέναντι στην πατρίδα, θα συμφωνήσω, κύριε Πρόεδρε, ότι είμαστε μπροστά σε κρίσιμες εξελίξεις. Εδώ και δύο χρόνια είμαστε μπροστά σε κρίσιμες εξελίξεις. Έχουμε όλοι χρέος απέναντι στην πατρίδα μας να διασφαλίσουμε τη λαϊκή μας κυριαρχία, την εθνική μας ανεξαρτησία, να τηρούμε το Σύνταγμα και να επαγρυπνούμε για την ασφάλεια των πολιτών, για την ευημερία και τη διασφάλιση του βιοτικού επιπέδου.
Πεποίθησή μας και το έχουμε πει από την πρώτη στιγμή είναι ότι με την εφαρμογή αυτού του προγράμματος τίθεται σε κίνδυνο η ασφάλεια, η ευημερία, το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων και των Ελληνίδων.
Κύριε Πρόεδρε, εμείς δεν είμαστε μία δύναμη ανεύθυνη ούτε πρόκειται να χειριστούμε την ευθύνη που μας έχει δώσει ο ελληνικός λαός με τρόπο που να θέσουμε σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια και ευημερία. Θα ήταν όμως εξίσου ανεύθυνο για εμάς να λέμε άλλα προεκλογικά και άλλα μετεκλογικά. Από τη στιγμή που διαμορφώνεται η δυνατότητα μιας προγραμματικής συνεννόησης δυνάμεων και κομμάτων στη βάση αυτών που προεκλογικά και μετεκλογικά είπαν που μπορεί να διασφαλίσει τη δεδηλωμένη στη Βουλή, εμείς θα τηρήσουμε απολύτως αυτό που ο θεσμικός μας ρόλος προβλέπει.
Θα είμαστε μία Αξιωματική Αντιπολίτευση σε μία τέτοια Κυβέρνηση που θα ασκεί προγραμματικό έλεγχο και υπεύθυνη στάση. Από εκεί και πέρα αν διαπιστώσετε μετά το τέλος των διερευνητικών επαφών που θα ακολουθήσουν –των δικών σας εννοώ, γιατί θα μιλήσετε και με τους υπόλοιπους πολιτικούς Αρχηγούς- ότι δεν είναι εφικτό να καταλήξουμε σε κυβερνητικό σχήμα, εμείς θεωρούμε ότι η κρίση του λαού και η λαϊκή ετυμηγορία δεν είναι εθνική καταστροφή.
ΚΑΡΟΛΟΣ ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ (Πρόεδρος της Δημοκρατίας): Είστε υπέρ των εκλογών, δηλαδή.
ΑΛΕΞIOΣ ΤΣΙΠΡΑΣ (Πρόεδρος του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς): Όχι, κύριε Πρόεδρε. Μη διαστρεβλώνετε αυτά που λέω. Λέμε ότι η κρίση του λαού και η λαϊκή ετυμηγορία δεν είναι εθνική καταστροφή. Όλα τα επιμέρους…
ΚΑΡΟΛΟΣ ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ (Πρόεδρος της Δημοκρατίας): Με συγχωρείτε, να το διατυπώσω όπως το κατάλαβα. Άρα, μπορούμε να πάμε σε γενικές εκλογές.
8
ΑΛΕΞIOΣ ΤΣΙΠΡΑΣ (Πρόεδρος του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς): Σας είπα ότι αν διαπιστώσετε πως δεν υπάρχει δυνατότητα διαμόρφωσης κυβέρνησης -νομίζω ότι ήμουν σαφής σε όλα όσα είπα πιο πριν- θεωρούμε ότι η κρίση του λαού και η λαϊκή ετυμηγορία δεν εγκυμονεί κινδύνους καταστροφής. Οι χειρισμοί εγκυμονούν κινδύνους καταστροφής. Θα γίνω πιο σαφής στο τι εννοώ.
Διαβάζω το σημείωμα του Πρωθυπουργού, ο οποίος ούτε λίγο ούτε πολύ αφήνει ανοιχτό τον κίνδυνο κατάρρευσης του τραπεζικού συστήματος.
Κύριε Πρόεδρε και κύριοι Πρόεδροι των άλλων Κομμάτων, ο κίνδυνος κατάρρευσης του τραπεζικού συστήματος ανακαλύφθηκε στις 7 του Μάη; Έχουν φύγει από το τραπεζικό σύστημα 73,5 δισεκατομμύρια ευρώ. Γι’ αυτό δεν ευθύνεται η λαϊκή κρίση, η λαϊκή ετυμηγορία.
Θα ήθελα επίσης να επισημάνω -και το λέω αυτό επειδή θεωρώ πως δεν υπάρχει τίποτε που να μας αιφνιδιάζει, κάτι που δεν ξέραμε πριν τις εκλογές και το μάθαμε μετά- ότι ο ίδιος ο Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας σε δηλώσεις του είχε καταστήσει σαφές ότι αν δεν πάρει την αυτοδυναμία, θα διεκδικήσει την αυτοδυναμία σε δεύτερες εκλογές. Δεν ήταν γνωστά αυτά τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας όταν κατέθετε αυτή την καθ’ όλα σεβαστή θέση και στάση στην κρίση του ελληνικού λαού;
ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΣΑΜΑΡΑΣ (Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας): Τώρα όμως έχει δημιουργηθεί ένα νέο σκηνικό.
ΑΛΕΞIOΣ ΤΣΙΠΡΑΣ (Πρόεδρος του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς): Βεβαίως, αλλά το νέο σκηνικό δεν έχει αλλάξει ούτε τη ροή ούτε τα μεγέθη της ελληνικής οικονομίας, τα οποία είναι γνωστά.
Κλείνω λέγοντας το εξής: Εμείς θα αξιολογήσουμε το αποτέλεσμα της δικής σας προσπάθειας, κύριε Πρόεδρε, για σχηματισμό κυβέρνησης. Σας έχουμε απόλυτη εμπιστοσύνη στη διαδικασία διερεύνησης και θα το αξιολογήσουμε με ευθύνη, με υπευθυνότητα.
Στη βάση των προγραμματικών δεσμεύσεων που καταθέσαμε στον ελληνικό λαό πριν από τις εκλογές και στη βάση της μεγάλης και αδήριτης ανάγκης να εξασφαλίσουμε βιώσιμο μέλλον για τον ελληνικό λαό, θεωρούμε ότι το βιώσιμο μέλλον δεν εξασφαλίζεται με τη συνέχεια του προγράμματος της εσωτερικής υποτίμησης.
Εμείς πάντα εκτιμούσαμε ότι υπάρχουν περιθώρια διαπραγματεύσεων σε πολιτικό επίπεδο, εκεί όπου η χώρα είναι ισότιμο μέλος...
ΚΑΡΟΛΟΣ ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ (Πρόεδρος της Δημοκρατίας): Με την Ευρώπη.
ΑΛΕΞIOΣ ΤΣΙΠΡΑΣ (Πρόεδρος του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς): ...περιθώρια που δεν αξιοποιήσαμε. Δικαιωθήκαμε ως προς αυτό και θα συνεχίσουμε σε αυτή την κατεύθυνση.
9
ΚΑΡΟΛΟΣ ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ (Πρόεδρος της Δημοκρατίας): Ο κ. Βενιζέλος έχει το λόγο.
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ (Πρόεδρος του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος): Κύριε Πρόεδρε, θα ξεκινήσω και εγώ με την αυτονόητη δήλωση ότι σας περιβάλλουμε με απόλυτη εμπιστοσύνη και σεβασμό και θεωρούμε ότι οι χειρισμοί σας μπορούν να οδηγήσουν σε αποτέλεσμα ή, εν πάση περιπτώσει, είναι βέβαιο ότι οι χειρισμοί σας θα καταγράψουν πλήρως την πραγματική βούληση όλων των πολιτικών δυνάμεων.
Όπως ξέρετε, προεκλογικά το ΠΑΣΟΚ είχε ταχθεί υπέρ της κυβέρνησης συνεργασίας όλων των φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων της ευθύνης, της αλληλεγγύης και της ανάπτυξης, όπως λέγαμε. Δεν περιμέναμε –και δεν θέλαμε- να προκύψει μια μονοκομματική λύση. Θέλαμε εξ αρχής τη συνεργασία.
Αμέσως μετά τη διαμόρφωση του εκλογικού αποτελέσματος την ημέρα των εκλογών, διατύπωσα την πρόταση για μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας με τη συμμετοχή όλων των δυνάμεων ευρωπαϊκού προσανατολισμού, με στόχο να διασφαλίσουμε την οριστική υπέρβαση του μνημονίου το αργότερο σε τρία χρόνια και παρουσίασα και έναν κατάλογο θεμάτων και πρωτοβουλιών που θα μπορούσαν αυτό να το διασφαλίσουν και κυρίως να προστατέψουν το εισόδημα των Ελλήνων πολιτών, να μην επιβάλουν νέα βάρη κυρίως στα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα, ει δυνατόν σε κανέναν Έλληνα.
Όταν άρχισε η διαδικασία των διερευνητικών εντολών, είχα την ευκαιρία να συνομιλήσω δύο φορές και με τον κ. Σαμαρά και με τον κ. Τσίπρα, μία φορά με τον κ. Κουβέλη. Με τους άλλους Αρχηγούς δεν κατέστη εφικτό να συζητήσω. Ξεκίνησα τις προτάσεις μου με την ιδέα της κυβέρνησης εθνικής ενότητας με τη συμμετοχή των φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων θεωρώντας ότι κατ’ ελάχιστον πρέπει να μετέχουν στην κυβέρνηση αυτή η Νέα Δημοκρατία, ο ΣΥΡΙΖΑ, η ΔΗΜ.ΑΡ. και το ΠΑΣΟΚ.
Επειδή αναμφίβολα ο ΣΥΡΙΖΑ κατέγραψε μια εκλογική νίκη με το ποσοστό που συγκέντρωσε –το οποίο βεβαίως σε σχέση με το παλαιό του ποσοστό είναι μια σημαντική μεταβολή και αυτό να το λάβουμε υπ’ όψιν σε συνδυασμό και με την καταγραφή που έκανε η ΔΗΜ.ΑΡ.- εμείς ταχθήκαμε υπέρ και μιας εναλλακτικής λύσης: να σχηματίσει κυβέρνηση της Αριστεράς με τη συμμετοχή του ΣΥΡΙΖΑ και της ΔΗΜ.ΑΡ. με τη δική μας στήριξη και με τη δική μας ανοχή, κατ’ επιθυμία τους ή το ένα ή το άλλο, έχοντας μάλιστα υπ’ όψιν ότι και ο κ. Σαμαράς ήταν έτοιμος –όπως είχε δηλώσει- να παράσχει στήριξη ή ανοχή σε ένα σχήμα.
Δεν έγινε εφικτό ούτε το ένα ούτε το άλλο στη φάση των δύο διερευνητικών εντολών. Στη φάση της δικής μου διερευνητικής εντολής ο κ. Κουβέλης διατύπωσε μια παραλλαγή της πρότασης αυτής για οικουμενική κυβέρνηση διετούς διάρκειας με τη συμμετοχή των τεσσάρων δυνάμεων, τις οποίες ορίζει και αυτός ως φιλοευρωπαϊκές, με όρο την παραμονή
10
στο ευρώ και με στόχο την απαγκίστρωση –κατά τη δική του διατύπωση- την οριστική υπέρβαση –κατά τη δική μου διατύπωση- την επαναδιαπραγμάτευση –κατά τη διατύπωση του κ. Σαμαρά- του μνημονίου, ώστε να επέλθουν οι μέγιστες δυνατές βελτιώσεις.
Υιοθετήσαμε αυτή την πρόταση του κ. Κουβέλη και την επανέλαβα και στον κ. Τσίπρα και στον κ. Σαμαρά. Ο κ. Σαμαράς ετάχθη υπέρ. Ο κ. Τσίπρας είπε αυτά τα οποία ακούσατε πριν από λίγο.
Άρα, αυτή τη στιγμή θεωρώ ότι πράγματι υπάρχει μια ευρύτερης αποδοχής πρόταση που είναι ο σχηματισμός οικουμενικής –ας την πούμε- κυβέρνησης με τα χαρακτηριστικά που προανέφερα. Τίθεται...
ΑΛΕΞIOΣ ΤΣΙΠΡΑΣ (Πρόεδρος του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς): Συγγνώμη, κύριε Πρόεδρε, αλλά τους όρους λίγο να τους προσέξουμε..
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ (Πρόεδρος του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος): Δανείστηκα τον όρο του κ. Κουβέλη. Είδατε ότι η δική μου προτίμηση ήταν μια κυβέρνηση ευρείας συνεργασίας, εθνικής ενότητας. Δεν έχει σημασία. Η ουσία ποια είναι; Η ουσία είναι ότι θέτουμε ως προϋπόθεση και ο κ. Σαμαράς και ο κ. Κουβέλης και εγώ τη συμμετοχή του ΣΥΡΙΖΑ.
Αντιλαμβάνομαι την ένσταση του κ. Τσίπρα που λέει «Μα, γιατί; Έχετε 168 Βουλευτές. Μπορείτε να προχωρήσετε. Εμείς θα είμαστε Αξιωματική Αντιπολίτευση και θα κάνουμε προγραμματική» –ας το πούμε έτσι- «αντιπολίτευση προς την κυβέρνηση αυτή καλόπιστη και δημιουργική».
Το «168» δεν σημαίνει τίποτα. Το «168» είναι ένα κοινοβουλευτικό άθροισμα χωρίς –κατά τη γνώμη μας- επαρκή νομιμοποίηση υπό την έννοια ότι δεν μπορεί. , όταν έχουμε μια αλλαγή των συσχετισμών, να μην αποτυπώνεται στη διαχείριση της ευθύνης της χώρας το νέο μέγεθος των κομμάτων. Όταν μεγαλώνει το εκλογικό μέγεθος και το κοινοβουλευτικό μέγεθος ενός κόμματος, μεγαλώνει και το ποσοστό εθνικής ευθύνης για τη διαχείριση της κρίσης.
Άρα, εμείς θεωρούμε ότι η συμμετοχή του ΣΥΡΙΖΑ είναι προϋπόθεση για το εύρος υποστήριξης, το κοινωνικό και πολιτικό εύρος υποστήριξης και την αποτελεσματικότητα και τη νομιμοποίηση. Το θέμα μας δεν είναι να αναδείξουμε τον ΣΥΡΙΖΑ Αξιωματική Αντιπολίτευση. Είναι να τον καταστήσουμε κατά το μέγεθος της ευθύνης του και της εντολής που έλαβε από τον ελληνικό λαό συμμέτοχο σε μία πανεθνική προσπάθεια.
Άρα, δεν υπάρχει μια πρόταση στο τραπέζι όπου υπάρχουν τρεις και καλούμε έναν τέταρτο. Η συμμετοχή του τέταρτου είναι προϋπόθεση για την κυβέρνηση αυτή, διότι πράγματι υπάρχουν ελάχιστοι κοινοί παρανομαστές, οι οποίοι αναδεικνύονται μέσα από τις τοποθετήσεις των κομμάτων.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΣΑΜΑΡΑΣ (Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας): Ή έστω ανοχή.
11
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ (Πρόεδρος του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος): Εντάξει, ή έστω ανοχή, αλλά ανοχή με την έννοια ότι η ανοχή αποτυπώνεται κοινοβουλευτικά. Δηλαδή αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θέλει να δώσει θετική ψήφο εμπιστοσύνης, αλλά θέλει να απόσχει από την ψηφοφορία, εντάξει και αυτό καταγράφεται κοινοβουλευτικά, όπως προβλέπει το Σύνταγμα. Είναι μια ενέργεια, είναι μια θετική πράξη, η οποία αποτυπώνεται.
Τώρα, ήθελα να πω –ακούγοντας τον κ. Τσίπρα προηγουμένως- ότι προφανώς οι εκλογές δεν είναι καταστροφή. Αλλά η ακυβερνησία, η έλλειψη σαφούς προσανατολισμού, η αδυναμία της χώρας να λάβει αποφάσεις, όταν έχουμε αυτή την οικονομική και αυτή την ευρωπαϊκή κατάσταση, δημιουργεί –όπως του είπα και στην κατ’ ιδίαν συνάντηση που είχαμε- μια ευθύνη των τυχηρών, όπως λέμε στα νομικά, στο Ενοχικό Δίκαιο. Ποιος έχει την ευθύνη των τυχηρών; Αν συμβεί κάτι στη χώρα, ποιος ευθύνεται; Ο υπηρεσιακός Πρωθυπουργός; Ο υπηρεσιακός Υπουργός Οικονομικών; Έχουμε καιρό για χάσιμο;
Κατά τη γνώμη μου, δεν βλέπω καιρό για χάσιμο, αλλά αντιλαμβάνομαι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μια δυναμική, βλέπει δημοσκοπήσεις οι οποίες είναι ευνοϊκές γι’ αυτόν και μπορεί αυτό να είναι ένα δέλεαρ για την επανάληψη των εκλογών. Θεωρώ ότι αυτό είναι μια συμπεριφορά παλαιάς αντίληψης που δεν συνάδει με τα νέα δεδομένα και κυρίως με το μέγεθος της κρίσης.
Από την άλλη μεριά, θέλω να αναδείξω τις προγραμματικές συγκλίσεις που υπάρχουν. Τα τέσσερα σημεία που ανέφερε ο κ. Τσίπρας σε σχέση με την επιστολή του είναι σημεία, τα οποία –κατά τη γνώμη μου- αντιστρέφονται απολύτως.
Λέει: «Πρώτος άξονας, δεν υπάρχει πλέον νομιμοποίηση της προηγούμενης πολιτικής.» Συμφωνώ, δεν υπάρχει νομιμοποίηση της προηγούμενης πολιτικής. Γι’ αυτό ζητούμε τη συμμετοχή του ΣΥΡΙΖΑ στη νέα κυβέρνηση, την οποία πρέπει να διαμορφώσουμε με συνεργασία.
«Δεύτερον, υπάρχει πρόβλημα οικονομικής αποτελεσματικότητας του προγράμματος.» Προφανέστατα. Αυτό που λέει είναι πάρα πολύ ήπιο και πάρα πολύ ευγενικό σε σχέση με αυτά που έχουμε πει εμείς στους εταίρους μας. Εξ αρχής υπήρχε πρόβλημα οικονομικής αποτελεσματικότητας του προγράμματος. Διότι όταν τροφοδοτείς την ύφεση, βεβαίως, δημιουργείς ένα τεράστιο πρόβλημα κοινωνικό και ανθρωπιστικό ακόμη.
Αυτά τα έχουμε πει, αλλά όταν έχεις ταμειακές ανάγκες και πρέπει να διαλέξεις μεταξύ της απόλυτης καταστροφής και της περιορισμένης καταστροφής, αναγκαστικά θα επιλέξεις την περιορισμένη καταστροφή. Η στάθμιση είναι πολύ δυσάρεστη, πάρα πολύ σκληρή, αλλά έπρεπε να γίνει.
12
Τρίτον, θέλει επανεκτίμηση της ευρωπαϊκής στρατηγικής και του ευρωπαϊκού πλαισίου. Μα, συμφωνούμε απολύτως! Εμείς επί δυόμισι χρόνια αγωνιζόμαστε σε ένα συντηρητικό ευρωπαϊκό πλαίσιο, όπου υπήρχε μόνο μία ακόμη σοσιαλιστική κυβέρνηση, η οποία ηττήθηκε, στην Ισπανία και είμαστε αυτή τη στιγμή σε ένα πλέγμα κυβερνήσεων που –με εξαίρεση το νέο Γάλλο Πρόεδρο- είναι συντηρητικότατου προσανατολισμού και οι οικονομικές αντιλήψεις είναι πιο συντηρητικές από τις πολιτικές, γιατί δεν υπάρχουν μόνο κυβερνήσεις. Υπάρχουν αγορές, συμφέροντα, lobbies.
Ο τέταρτος άξονας ότι μπορεί στην Ελλάδα να φθάσουμε σε ανθρωπιστική κρίση, αν εννοεί ότι αυτό είναι ένα επιχείρημα για να αρνηθούμε να πληρώσουμε το δημόσιο χρέος, να κάνουμε μια –ας το πούμε έτσι- διακοπή ή ένα μορατόριουμ στην πληρωμή του χρέους, πρέπει να πω ότι αυτό είναι ένα επιχείρημα που καλό θα είναι να μην φθάσουμε να το χρησιμοποιήσουμε, αλλά προφανώς δεν θέλουμε να πάμε σε ανθρωπιστική κρίση.
Γι’ αυτό έχουμε από την αρχή πει: παράταση του χρόνου προσαρμογής – την οποία απεδέχθη ο Γιούνκερ, σημειωτέον, χθες και αυτό είναι πολύ σημαντικό, είναι η πρόταση που έχω υποβάλει για τον τρίτο χρόνο, μακάρι να είναι και τέταρτος ο χρόνος- όχι νέοι φόροι, όχι περικοπές σε χαμηλόμισθους και χαμηλοσυνταξιούχους, όχι οριζόντιες περικοπές, άρση μιας σειράς από φορολογικές και άλλες επιβαρύνσεις, τις οποίες έχουμε καταγράψει.
Άρα, έχουμε μεγάλη αγωνία για την προστασία του εισοδήματος των Ελλήνων πολιτών και της εργασίας τους, αλλά χωρίς να πάρουμε θετικές πρωτοβουλίες αυτά δεν μπορούν να επιτευχθούν.
Επανέρχομαι και κλείνω. Αν θέλει ο κ. Τσίπρας να επανεξετάσει την ιδέα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΔΗΜ.ΑΡ. με όσες άλλες δυνάμεις θέλουν και με τη δική μας ανοχή ή και στήριξη, εμείς τη δίνουμε. Μπορεί να προχωρήσει και να δοκιμάσει –το σχέδιο, τις αντοχές, τη στρατηγική, την ευρωπαϊκή διαπραγμάτευση- και θα βοηθήσουμε με όλες μας τις δυνάμεις, με όλη την εμπειρία και με όλη την καλοπιστία.
Αν θέλει να μπει μέσα σε μια κυβέρνηση ευρύτερης συνεργασίας με Νέα Δημοκρατία-ΔΗΜ.ΑΡ.-ΠΑΣΟΚ είτε δίνοντας θετική ψήφο είτε δίνοντας ψήφο ανοχής, επίσης, είμαστε έτοιμοι να συμπράξουμε. Αν φυσικά δεν δέχεται ούτε αυτό και στόχος είναι να πάμε σε εκλογές, αναλαμβάνει την ευθύνη της προσφυγής σε εκλογές.
ΚΑΡΟΛΟΣ ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ (Πρόεδρος της Δημοκρατίας): Ορίστε, κύριε Σαμαρά.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΣΑΜΑΡΑΣ (Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας): Ο καθένας, κύριε Πρόεδρε, καλείται σήμερα να αναλάβει τις ευθύνες του. Εγώ θέλω ξεκάθαρα να πω τέσσερα σημεία.
Πρώτον, διαπιστώνω ότι ήδη υπάρχει τεράστιο πρόβλημα στην ελληνική οικονομία. Το ένα δισεκατομμύριο από τη δόση που περιμέναμε –που, σημειωτέον, πηγαίνει για
13
μισθούς και συντάξεις- δεν μας δόθηκε και το συνολικό χρηματοδοτικό κενό αυξάνεται κατά ακόμα τρία δισεκατομμύρια από το γεγονός ότι έγινε και η δήλωση του Ρέγκλιν ότι μέχρι τον ερχομό της Τρόικας στην Αθήνα δεν πρόκειται να πάρουμε –πάλι για μισθούς και συντάξεις- χρήματα από το Ταμείο Χρηματοδοτικής Σταθερότητας.
Δεύτερον, θα ήθελα να πω ως προς αυτά που ελέχθησαν –γιατί η θέση μου παραμένει η ίδια, δεν αλλάζει κάτι- ότι στην επανεκτίμηση της στρατηγικής, πέραν των άλλων σημείων που είπε ο κ. Βενιζέλος, οφείλω να πω ότι υπάρχει μια ευρύτερη στροφή της Ευρώπης σήμερα πέρα και πάνω από τον κ. Ολάντ και μόνο, η οποία αντιλαμβάνεται ότι δεν είναι δυνατόν να προχωρήσει η λύση των προβλημάτων της ύφεσης που έχει δημιουργήσει, ιδιαίτερα με έναν τεράστιο πλέον ανταγωνισμό από την Κίνα και την Αμερική, εάν προχωρήσουμε με την ίδια παλιά νοοτροπία της αυστηρής λιτότητας και μόνο αυτής.
Ναι σε δημοσιονομικά, ναι σε διαρθρωτικά –το λέει η Ευρώπη- αλλά ταυτόχρονα σήμερα προτάσσει, προσθέτει και το ζήτημα της ανάπτυξης, τουλάχιστον της ανάκαμψης σε πρώτη φάση. Γι’ αυτό και ακούγονται πολλές δηλώσεις καινούργιες, όπως και αυτή η ενισχυτική των όσων λέω δήλωση που –σωστά είπε ο κ. Βενιζέλος- έκανε ο κ. Γιούνκερ.
Δυο σημεία ακόμα. Πρώτον, εγώ μπορεί να έλεγα προεκλογικά –ακριβώς επειδή δεν ήθελα την ακυβερνησία- ότι έπρεπε, κύριε Τσίπρα, να υπήρχε η δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης αντί ακυβερνησίας. Από την άλλη πλευρά, αναδεικνύεται σήμερα το γεγονός πώς –πρακτικά και όχι επικοινωνιακά- με ποιους θα κυβερνήσουμε τη χώρα.
Εγώ δεν ζήτησα το ανέφικτο. Εσείς ζητήσατε το ανέφικτο, όταν είπατε –ας πούμε- να κάνετε κυβέρνηση με το ΚΚΕ. Το εφικτό, τώρα, ποιος είναι ο λόγος που το κλωτσάει ο ΣΥΡΙΖΑ; Δηλαδή, είναι κάτι το οποίο μπορεί να γίνει και έρχομαι να απαντήσω στο κυρίαρχο ζήτημα και εκεί τελικά νομίζω ότι καταλήγει η συζήτηση που κάνουμε.
Εντάξει, δεν θέλετε να συμμετάσχετε στην κυβέρνηση με τα τρία κόμματα. Γιατί τουλάχιστον δεν δέχεστε να υπάρχει μια ανοχή εκ μέρους σας, ούτως ώστε να μπορέσει να σχηματιστεί μια κυβέρνηση και να έχει ένα χρονικό ορίζοντα, που είναι και το μεγάλο ζητούμενο; Διαφορετικά, θα είναι μια κυβέρνηση ισχυρότατων αναταράξεων που δεν θα οδηγήσει πουθενά και που πιθανώς από τον πρώτο μήνα να αρχίσουν να δημιουργούνται ανυπέρβλητα προβλήματα.
Αυτά ήταν τα δικά μου τέσσερα σημεία, κύριε Πρόεδρε.
Ευχαριστώ.
ΑΛΕΞIOΣ ΤΣΙΠΡΑΣ (Πρόεδρος του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς): Υποθέτω ότι μετά τον κ. Σαμαρά αρχίζει ο δεύτερος γύρος τοποθετήσεων.
ΚΑΡΟΛΟΣ ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ (Πρόεδρος της Δημοκρατίας): Ελπίζω να μη φθάσουμε και σε τρίτο.
14
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ (Πρόεδρος του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος): Έχουμε «τα όπλα παρά πόδα».
ΚΑΡΟΛΟΣ ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ (Πρόεδρος της Δημοκρατίας): Έτσι έληξε και ο Δεύτερος Παγκόσμιος.
ΑΛΕΞIOΣ ΤΣΙΠΡΑΣ (Πρόεδρος του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς): Θα μας εξηγήσετε άλλη στιγμή πώς έληξε ο Δεύτερος Παγκόσμιος.
Κύριε Πρόεδρε, απ’ ό,τι καταλαβαίνω και από την τοποθέτηση του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ, αυτό που ζητείται από τον ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι η συμμετοχή του σε μια κυβέρνηση για να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις της δεδηλωμένης, οι προϋποθέσεις που το Σύνταγμα απαιτεί για τη διαμόρφωση κυβέρνησης, αλλά για να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις διαμόρφωσης κοινωνικής συναίνεσης σε μια πολιτική, με την οποία εμείς προεκλογικά είχαμε εκφράσει την πλήρη αντίθεσή μας.
Θα ήθελα να επιμείνω λίγο σε αυτό για να εξηγήσω. Ακόμη και αν ο ΣΥΡΙΖΑ το έκανε αυτό, κύριε Πρόεδρε, ακόμα δηλαδή και αν ο ΣΥΡΙΖΑ μετεκλογικά παρουσιαζόταν αναντίστοιχος σε σχέση με αυτά τα οποία είπε προεκλογικά και στη βάση αυτών κατάφερε να πάρει μια ψήφο με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και με συγκεκριμένες δεσμεύσεις, το πρόβλημα θα ήταν πάλι εδώ, διότι το πρόβλημα το οποίο πιστεύω ότι δεν το έχουμε κατανοήσει δυο χρόνια τώρα –το ίδιο πρόβλημα έχουμε- είναι η δυσαρμονία της ασκούμενης πολιτικής με τη λαϊκή βούληση.
ΚΑΡΟΛΟΣ ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ (Πρόεδρος της Δημοκρατίας): Αυτό δεν μπορούμε να το αλλάξουμε;
ΑΛΕΞIOΣ ΤΣΙΠΡΑΣ (Πρόεδρος του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς): Η Κυβέρνηση Παπαδήμου είχε 250 Βουλευτές. Δεν ήταν αρκετοί...
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ (Πρόεδρος του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος): Είχε 258.
ΑΛΕΞIOΣ ΤΣΙΠΡΑΣ (Πρόεδρος του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς): Με διορθώνει ο κ. Βενιζέλος, 258. Δεν ήταν αρκετοί για να την κρατήσουν και να υπάρξει κυβερνητική σταθερότητα. Το αν αυτό θα το αλλάξουμε ή όχι, είναι το μεγάλο ζητούμενο, κύριε Πρόεδρε.
Εμείς έχουμε διατυπώσει ένα διαφορετικό πλαίσιο στρατηγικής και τακτικής, ώστε αυτό να αλλάξει, από αυτό που έχουν διατυπώσει προεκλογικά και μετεκλογικά τόσο ο κ. Βενιζέλος όσο και ο κ. Σαμαράς.
Παρόλα αυτά, εάν ο κ. Βενιζέλος, ο κ. Σαμαράς και ο κ. Κουβέλης καταφέρουν να αλλάξουν αυτό το πλαίσιο, εμείς θα είμαστε εδώ και θα το χαιρετίσουμε. Αν δεν καταφέρουν να αλλάξουν αυτό το πλαίσιο, δηλαδή αν συνεχίζει η πολιτική που ασκεί η κυβέρνηση να βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με αυτό που απαιτεί ο λαός, τότε η Δημοκρατία
15
έχει ακριβώς αυτή την αξία και αυτή την αξίωση, να επικρατεί η πεποίθηση και η επιθυμία των πολλών.
Όμως, θα συμφωνήσω με τους προλαλήσαντες ότι το αποτέλεσμα των εκλογών δεν δίνει με σαφήνεια και ξεκάθαρο τρόπο την υπεροχή στη μία ή την άλλη άποψη, γι’ αυτό και βρισκόμαστε σήμερα σε αδιέξοδο. Στη Δημοκρατία η σύνθεση των απόψεων βεβαίως είναι προϋπόθεση για να πάμε μπροστά, αλλά και η ειλικρινής διαπίστωση των διαφωνιών επίσης είναι προϋπόθεση για να πάμε μπροστά και, αν θέλετε, βασικό συστατικό μιας δημοκρατίας είναι να υπάρχει κυβέρνηση και αντιπολίτευση που θα μπορούν να αντιπαρατίθενται, να ελέγχονται και να συνθέτουν. Βασικό συστατικό της Δημοκρατίας δεν είναι η εκβιαζόμενη ομοφωνία. Ποτέ δεν υπήρξε.
Θα ήθελα όμως να επιμείνω και σε κάτι ακόμα. Είπε ο κ. Βενιζελος, κάνοντας μια ανάλυση των θέσεών μας, έτσι όπως διατυπώθηκαν στην επιστολή προς τους θεσμικούς εταίρους, ότι συμφωνεί σε αυτό που διατυπώσαμε ότι δεν υπάρχει νομιμοποίηση της προηγούμενης πολιτικής.
Αυτή είναι μια θετική τοποθέτηση από την πλευρά του και το εκλαμβάνουμε θετικά. Είναι μια μετατόπιση, κατά την άποψή μας, θετική μετατόπιση, πράγμα που σημαίνει –αν δεν υπάρχει νομιμοποίηση της προηγούμενης πολιτικής- ότι δεν μπορεί να συνεχιστεί η προηγούμενη πολιτική και μέχρι τα τώρα εμείς δεν έχουμε πάρει καμία διαβεβαίωση ότι δεν θα συνεχιστεί η προηγούμενη πολιτική από την κυβέρνηση που θα σχηματιστεί, ενδεχομένως τις επόμενες μέρες, πράγμα που όπως γνωρίζετε αποτέλεσε –και δημόσια το είπαμε- βασική προϋπόθεση για να εξετάσουμε τη στάση μας.
Θα ήθελα να επισημάνω ότι δεν κινούμαστε με βάση αποτελέσματα δημοσκοπήσεων. Μας δεσμεύει η ψήφος του ελληνικού λαού και η εντολή του να κινηθούμε σε μια κατεύθυνση. Τίποτα άλλο δεν μας δεσμεύει. Άλλωστε, όπως πολύ καλά καταλάβαμε με το αποτέλεσμα των εκλογών, οι δημοσκοπήσεις δεν είναι ασφαλές μέτρο πρόβλεψης των εκτιμήσεων του λαού.
Επίσης, θα ήθελα να πω στον κ. Σαμαρά ότι εμείς δεν ζητήσαμε το ανέφικτο. Φάνηκε από το αποτέλεσμα ότι περισσότερο ανέφικτη ήταν η αυτοδυναμία ενός κόμματος παρά η δυνατότητα διαμόρφωσης συσχετισμών που θα επέτρεπαν τη συγκρότηση μιας αριστερής κυβέρνησης.
Όμως, εγώ δεν θέλω να μείνω σε αυτά. Ο κ. Σαμαράς μίλησε για ανοχή. Δεν κατανοώ σε τι θα βοηθούσε και αν είναι και συνταγματικά ορθό μπροστά στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ένας πολιτικός Αρχηγός που δεσμεύεται από την ψήφο ενός μεγάλου μέρους του ελληνικού λαού να του ζητάτε να διατυπώσει την άποψη ότι θα απέχει από την πρώτη ψηφοφορία κατά τη διατύπωση των προγραμματικών δηλώσεων μιας κυβέρνησης. Αυτό είναι πρωτοφανές.
16
ΚΑΡΟΛΟΣ ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ (Πρόεδρος της Δημοκρατίας): Δεν το άκουσα εγώ.
ΑΛΕΞIOΣ ΤΣΙΠΡΑΣ (Πρόεδρος του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς): Αυτό κατάλαβα με την έννοια «ανοχή».
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ (Πρόεδρος του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος): Ανοχή αυτό σημαίνει. Αυτό προβλέπεται.
ΑΛΕΞIOΣ ΤΣΙΠΡΑΣ (Πρόεδρος του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς): Το Σύνταγμα εξ όσων γνωρίζω, το άρθρο 37 –αν δεν κάνω λάθος- είναι σαφές σε σχέση με τη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης.
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ (Πρόεδρος του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος): Θα σας εξηγήσω τι προβλέπεται.
ΑΛΕΞIOΣ ΤΣΙΠΡΑΣ (Πρόεδρος του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς): Θα μας το εξηγήσει και ο κ. Βενιζέλος.
Μιλά για την ανάγκη, για να υπάρξει η δεδηλωμένη σημαίνει ότι θα πρέπει η όποια κυβέρνηση να έχει 151 έδρες στην επόμενη Βουλή. Άρα, η παρουσία ή μη παρουσία αυτών που δεν έχουν αποφασίσει να υπερψηφίσουν την κυβέρνηση, πρακτικά, δεν παίζει κανέναν ουσιαστικό ρόλο. Μόνο πολιτικό μήνυμα μπορεί να δώσει.
Υπ’ αυτή την έννοια, νομίζω ότι δεν θα έπρεπε να επιμείνουμε σε μια απαίτηση, η οποία θα μπορούσε να δημιουργήσει και συνταγματικού τύπου αμφισημίες, σε σχέση με την ορθή και προβλεπόμενη τήρηση των συνταγματικών επιταγών.
Σε ό,τι αφορά την πολιτική μας τοποθέτηση σε μια κυβέρνηση όπως αυτή που περιέγραψε ο κ. Βενιζέλος –και απ’ ό,τι φαίνεται έχει τη δεδηλωμένη, αλλά όχι την κοινωνική συναίνεση ή είναι ζητούμενο αυτό, δεν μπορώ εγώ να διατυπώσω με απολυτότητα αν θα την έχει ή δεν θα την έχει, αυτό είναι το ζητούμενο- επανέρχομαι στην τοποθέτηση που έκανα κλείνοντας, ότι εμείς θα αξιολογήσουμε τη στάση μας και τη θέση μας με ευθύνη, βλέποντας τις προγραμματικές δηλώσεις και τη δυνατότητα που θα έχει να αλλάξει το περιεχόμενο της πολιτικής. Και το περιεχόμενο της πολιτικής είναι η συνέχεια ή μη εφαρμογής ενός προγράμματος που οδηγεί τον ελληνικό λαό και την ελληνική κοινωνία στην εξαθλίωση.
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ (Πρόεδρος του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος): Κύριε Πρόεδρε, παρακολουθώ αυτήν την τοποθέτηση του κ. Τσίπρα με πολύ μεγάλη προσοχή, όπως και όλες τις τοποθετήσεις του. Πράγματι, έχουμε ευρύτατο πεδίο σύμπτωσης απόψεων.
Λέει ο κ. Τσίπρας ότι θεωρεί θετική μετατόπιση το γεγονός πως είπα ότι χρειάζεται νομιμοποίηση και πως από τις εκλογές δεν προκύπτει νομιμοποίηση της πολιτικής που ασκήθηκε έως τη διάλυση της Βουλής. Το βασικό ζήτημα που έθετα προεκλογικά είναι η αναζήτηση της νομιμοποίησης. Έλεγα σε όλες μου τις τοποθετήσεις ότι δεν αρκεί να
17
υπάρχουν μόνο οι ελάχιστες αναγκαίες έδρες στη Βουλή, αλλά πρέπει να υπάρχει σαφής τοποθέτηση του εκλογικού σώματος, να υπάρχει πλειοψηφία στο εκλογικό σώμα, για να μπορέσει να κυβερνηθεί ο τόπος. Και δεν το έλεγα τυχαία. Γιατί χωρίς την κοινωνική συναίνεση δεν έχεις νομιμοποίηση. Έχεις τυπική νομιμότητα, τυπική –αν θέλετε- και κοινοβουλευτική νομιμοποίηση, αλλά δεν έχεις μια ουσιαστική, κοινωνική, δημοκρατική νομιμοποίηση. Και επειδή δεν υπάρχει η δημοκρατία των εκβιασμών, αλλά υπάρχει η δημοκρατία των συναινέσεων και επειδή η παλιά πλειοψηφική δημοκρατία δυστυχώς δεν μπορεί να διαχειριστεί μεγάλες κρίσεις που έχουν τα χαρακτηριστικά πυρηνικής καταστροφής, είμαστε υποχρεωμένοι να αναζητήσουμε μεταπλειοψηφικές λύσεις.
Το ΠΑΣΟΚ οδηγήθηκε στην Κυβέρνηση Παπαδήμου, παρότι είχε εκλεγεί με 160 Βουλευτές και διατηρούσε μέχρι τη στιγμή που σχηματίστηκε η Κυβέρνηση Παπαδήμου 155 Βουλευτές. Καμία κομματική δύναμη δεν μπορεί μόνη, ακόμη κι αν αυτή η κομματική δύναμη έχει την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών στη Βουλή. Άρα, αυτή είναι μια στάση μου που είναι πάγια, είναι τεκμηριωμένη και αποτελεί πεποίθηση.
Ο κ. Τσίπρας λέει ότι υπάρχει μια δεδηλωμένη η οποία διαμορφώνεται από τη Νέα Δημοκρατία, τη ΔΗΜ.ΑΡ. και το ΠΑΣΟΚ. Όχι, δεν υπάρχει καμία δεδηλωμένη. Υπάρχει μια ετοιμότητα να συμμετάσχουμε σε μια κυβέρνηση ευρείας συνεργασίας που θέτει ως προϋπόθεση τη συμμετοχή του ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί; Γιατί θέλουμε στήριξη, θέλουμε και διαπραγματευτική ισχύ στην Ευρώπη, γιατί θέλουμε να στείλουμε ένα μήνυμα συνέγερσης στην ελληνική κοινωνία. Δεν θέλουμε να αναδείξουμε μια Αξιωματική Αντιπολίτευση, η οποία επικαλείται την άλλη πολιτική και εμείς μαζί με τη ΔΗΜ.ΑΡ. να αναλάβουμε να εφαρμόσουμε την παλιά πολιτική. Θέλουμε όλοι μαζί να συνδιαμορφώσουμε τη νέα πολιτική. Και όποιος νομίζει ότι έχει να προτείνει, να συμβάλει, να προβάλει, να διεκδικήσει, να έρθει να το κάνουμε. Εμείς πιστεύουμε ως ΠΑΣΟΚ ότι έχουμε πει πολύ προωθημένα πράγματα και είμαστε έτοιμοι να κάνουμε πολύ προωθημένα πράγματα.
Συμφωνώ, άλλωστε, με τον κ. Τσίπρα ότι μονομερώς δεν μπορεί να γίνει τίποτα. Θέλει διαπραγμάτευση με την Ευρώπη και αλλαγή του ευρωπαϊκού πλαισίου. Εφόσον δεν θα κάνουμε μονομερώς τίποτα, ούτε καταγγελία της δανειακής σύμβασης ούτε default που θα οδηγήσει σε χρεοκοπία τη χώρα, αλλά θα πάμε να διαπραγματευτούμε με σκληρούς όρους, να πάμε να διαπραγματευτούμε.
Αν αποκαλύψω στον ελληνικό λαό δημοσίως πόσο σκληρές ήταν οι φάσεις της διαπραγμάτευσης που κάναμε τους προηγούμενους μήνες, θα δείτε ότι όλα αυτά που λέμε τώρα, εμφανίζονται πάρα πολύ αθώα και εύκολα σε σχέση μ’ αυτά που περάσαμε. Και είναι αθώα και εύκολα, γιατί τώρα έχουμε κάνει το PSI και έχουμε μειώσει το χρέος, τους έχουμε πάρει 150 δισεκατομμύρια εκ των οποίων τα 75, τα πήραμε τις τελευταίες πενήντα ημέρες. Έχει αλλάξει ο βαθμός εμπλοκής των εταίρων μας στο ελληνικό πρόβλημα.
18
Έχουμε πάρει τα 122 δισεκατομμύρια για τη χρηματοδότηση των τραπεζών. Δηλαδή, υπάρχει μια συνολική έκθεση των εταίρων μας, η οποία αυτήν τη στιγμή υπερβαίνει σε πραγματικούς οικονομικούς όρους τα 300 δισεκατομμύρια και σε επίπεδο συμβάσεων μπορεί να ξεπερνάνε τα 500 δισεκατομμύρια συνολικά. Άρα, βεβαίως τώρα έχουμε κι αυτό το πρόσθετο επιχείρημα.
Δεν υπάρχει, λοιπόν, ούτε δεδηλωμένη ούτε δυνατότητα να συνεχίσουμε με έναν τεχνητό διχασμό δυο υποτιθέμενων πολιτικών, όπου εμείς είμαστε οι προσκυνημένοι του Μνημονίου και κάποιοι άλλοι είναι οι απροσκύνητοι της αντιμνημονιακής πολιτικής. Δεν το δέχομαι αυτό και το θεωρώ και ηθικά ενοχλητικό, διότι δεν κάναμε εμείς κάτι επειδή το θέλαμε. Δεν θέλαμε να περικόψουμε μισθούς και συντάξεις. Δεν θέλαμε να δημιουργήσουμε συνθήκες εσωτερικής υποτίμησης. Έπρεπε να διαχειριστούμε μια βάρβαρη στάθμιση αγαθών. Ήταν η σανίδα του Καρνεάδου στο γνωστό παράδειγμα «ποιος ζει, ποιος πεθάνει» και έπρεπε να ζήσει η χώρα.
Αν η επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ είναι να πάει σε εκλογές, επειδή ανέβασε τα ποσοστά του και επειδή βλέπει ότι οι δημοσκοπήσεις μπορεί να το βγάλουν και πρώτο κόμμα, ας πάρει την ευθύνη να πάει η χώρα σε εκλογές, αλλά θα έχει την ευθύνη γι’ αυτό που θα μεσολαβήσει από τώρα ως τις εκλογές και την ευθύνη της διακυβέρνησης μετά τις εκλογές.
Τι θα έρθουμε να πούμε ενώπιον σας μετά από επόμενες εκλογές; Θα σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση μόνος του ο ΣΥΡΙΖΑ; Θα σχηματίσει τότε κυβέρνηση της Αριστεράς; Θα σχηματίσουμε τότε μια κυβέρνηση όλοι μαζί, αλλά θα είναι από θέση ισχύος κάποιος άλλος; Αυτό είναι το θέμα; Δηλαδή, το θέμα είναι οι ρόλοι μας οι κομματικοί ή το θέμα είναι να βοηθήσουμε τη χώρα;
Αυτά είναι τα δεδομένα. Εμείς είμαστε ανοιχτοί σε κάθε λύση που δίνει συνεργασία, που δίνει κυβέρνηση, που επιτρέπει στη χώρα να συμμαζέψει τα κομμάτια της, γιατί μόνο η πτώση του τουρισμού λόγω ακύρωσης κρατήσεων οδηγεί σε διόγκωση της ύφεσης και σε εκτροχιασμό όλων των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών προγνώσεων του έτους 2012. Και αυτή μας η αδυναμία χτυπά σε βάρος των πιο φτωχών, των ανέργων, των πιο αδύναμων, σε βάρος των επιχειρήσεων. Μόνο ο τουρισμός, μόνο η προσβολή της επωνυμίας της χώρας μήνα Μάιο, τώρα που κλείνουν όλα τα πακέτα και είναι η τελευταία ευκαιρία για τη μεγαλύτερη βιομηχανία της χώρας.
Για το Σύνταγμα, θα μου επιτρέψετε χωρίς αυτό να θεωρηθεί ότι είναι διδακτισμός λόγω της επιστημονικής μου ιδιότητος. Το άρθρο 84 του Συντάγματος προβλέπει ότι για να παρασχεθεί ψήφος εμπιστοσύνης σε μία κυβέρνηση, απαιτείται η πλειοψηφία των παρόντων, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη των 2/5, δηλαδή μικρότερη των 120. Αυτό δεν προέκυψε τυχαία στο Σύνταγμα από το 1975. Είναι ένας μηχανισμός ενίσχυσης της κυβερνητικής σταθερότητας, δηλαδή διευκόλυνσης του σχηματισμού κυβέρνησης. Από
19
εκεί απορρέει η έννοια της ανοχής. Διότι αν μειωθεί ο αριθμός των παρόντων, αυξάνεται η πιθανότητα να συγκεντρωθεί η πλειοψηφία εμπιστοσύνης.
Στη βιβλιογραφία των τελευταίων τριάντα οκτώ ετών της Μεταπολίτευσης, ο δάσκαλός μου και κοινός μας φίλος Δημήτρης Τσάτσος, κάποια στιγμή υποστήριξε ότι στην πρώτη ψηφοφορία απαιτείται οπωσδήποτε πλειοψηφία 151. Αυτήν την άποψη δεν την δέχτηκε κανείς …
ΑΛΕΞIOΣ ΤΣΙΠΡΑΣ (Πρόεδρος του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς): Βάσει του άρθρου 37;
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ (Πρόεδρος του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος): Βάσει του άρθρου 37 και 84. Συνδυασμός. Αυτήν την άποψη δεν τη δέχτηκε κανείς συνάδελφός μας. Δεν την δέχτηκα εγώ που ήμουν ο στενότερος συνεργάτης του και ο πρώτος των μαθητών του και η κρατούσα άποψη με μία μόνη εξαίρεση είναι αυτή που σας είπα εγώ. Μάλιστα, αυτή διατύπωσα και στο εγχειρίδιό μου, το οποίο επανεκδόθηκε το 2008, ζώντος ακόμη του Τσάτσου, ο οποίος δεν διατύπωσε καμία αντίρρηση στην άποψή μου.
Τώρα πρέπει να σας πω επίσης ότι όταν λέμε «δεδηλωμένη», δεν εννοούμε αναγκαστικά πλειοψηφία 151. Εννοούμε πλειοψηφία στήριξης, δηλαδή, πλειοψηφία ανοχής αν υπάρχουν οι 120 τουλάχιστον και οι υπόλοιποι λένε ότι «εγώ θα απόσχω». Άρα, ούτε σε σχέση με το άρθρο 37 υπάρχει κανένα πρόβλημα από την άποψη αυτή.
Κάνουμε, όμως, μια συζήτηση φορμαλιστική τώρα; Κάνουμε μία συζήτηση νομική; Όχι. Κάνουμε μια συζήτηση πολιτικής και εθνικής ευθύνης. Σας λέω πάντως ότι ούτε τυπικά νομικά επιχειρήματα υπάρχουν, αν και κατά τη γνώμη μου, αυτά που προτάσσονται και αυτά που έχουν σημασία είναι τα ουσιαστικά τώρα επιχειρήματα, τα οποία εναρμονίζονται με το επίπεδο της κρίσης.
ΑΛΕΞIOΣ ΤΣΙΠΡΑΣ (Πρόεδρος του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς): Έχει νόημα να συνεχίσουμε να μιλάμε γι’ αυτό το θέμα;
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ (Πρόεδρος του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος): Όχι.
ΚΑΡΟΛΟΣ ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ (Πρόεδρος της Δημοκρατίας): Όχι, δεν θα κάνουμε μάθημα συνταγματικό εδώ και μάλιστα για πρωτοετείς.
ΑΛΕΞIOΣ ΤΣΙΠΡΑΣ (Πρόεδρος του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς): Να συμφωνήσουμε ότι ουδέποτε στη συνταγματική ιστορία από το ’75 και μετά υπήρξε κυβέρνηση που να στηριχθεί σε 121.
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ (Πρόεδρος του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος): Όχι, αλλά τα Συντάγματα δεν γράφονται για να αποτυπώσουν κάτι που γίνεται
20
συνήθως. Γράφονται για να αποτυπώσουν κάτι που είναι ασύνηθες, όπως είναι η σημερινή κατάσταση.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΣΑΜΑΡΑΣ (Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας): Εγώ πέραν αυτού που σωστά ερμήνευσε ο κ. Βενιζέλος και έτσι είναι το άρθρο 84, αυτό που καλύπτει περί ανοχής, θέλω να πω ότι υπάρχει, κύριε Τσίπρα, και μια αίσθηση συμβολισμού. Δηλαδή, ο λαός ζει και τρέφεται με συμβολισμούς πολιτικούς που θα του δώσουμε. Το γεγονός ότι συμβολικά με την ανοχή αυτή θα έδινες την πρακτική, πραγματική θέση και αίσθηση ότι αφήνεις να περάσει ένας χρόνος μέσα στον οποίο θα γίνουν όλα αυτά τα οποία προσφέρονται τα άλλα τα κόμματα να κάνουν σε σχέση μ’ αυτό που εγώ ονόμασα «επαναδιαπραγμάτευση» και άλλοι διαφορετικά, είναι ένας ισχυρότατος συμβολισμός. Εν πάση περιπτώσει, αυτό ήταν το σημείο που ήθελα να πω.
ΑΛΕΞIOΣ ΤΣΙΠΡΑΣ (Πρόεδρος του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς): Επιτρέψτε μου μόνο μια παρέμβαση ως προς αυτό το θέμα. Τον πολιτικό συμβολισμό τον κατανοώ πλήρως. Διαφώνησα σε σχέση με την πρακτική, συνταγματική ορθότητα της διαδικασίας και κατέθεσα τη διαφωνία μου. Δεν έχει νόημα εδώ να κάνουμε συνταγματική ανάλυση. Δεν είμαστε εμείς οι καλύτεροι να το κάνουμε αυτό.
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ (Πρόεδρος του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος): Θα το δούμε αυτό σαν Ένωση Συνταγματολόγων μετά.
ΑΛΕΞIOΣ ΤΣΙΠΡΑΣ (Πρόεδρος του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς): Θα το δούμε αυτό. Έτσι.
Και διατύπωσα και την άποψη –δεν ξέρω αν κατεγράφη στα Πρακτικά- ότι από το ’75 και μετά που είναι εν ισχύι το Σύνταγμα, δεν υπήρξε ποτέ κυβέρνηση, η οποία να διεκδικήσει την ψήφο εμπιστοσύνης με λιγότερες από 151 έδρες, όπως ορίζει το άρθρο 37 του Συντάγματος.
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ (Πρόεδρος του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος): Διότι το ’89-’90, σχηματίστηκαν κυβερνήσεις ευρυτάτης συνεργασίας.
ΑΛΕΞIOΣ ΤΣΙΠΡΑΣ (Πρόεδρος του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς): Επιτρέψτε μου, όμως, το εξής για να ολοκληρώσω τη σκέψη μου. Δεν έχει νόημα να συνεχίσουμε την κουβέντα επί των τύπων, αλλά επί της ουσίας συμφωνώ σε αυτό που λέτε, ότι εσείς δεν ζητάτε την ανοχή ή τη συμμετοχή του ΣΥΡΙΖΑ, προκειμένου να υπάρξει η δυνατότητα διαμόρφωσης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Το είπα από την πρώτη στιγμή. Είναι σαφές. Τη ζητάτε, προκειμένου να διαμορφωθεί ευρύτερη κοινωνική συναίνεση σε ένα πρόγραμμα.
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ (Πρόεδρος του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος): Σε ένα νέο πρόγραμμα.
21
ΑΛΕΞIOΣ ΤΣΙΠΡΑΣ (Πρόεδρος του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς): Σε ένα πρόγραμμα με το οποίο εμείς έχουμε διαφωνήσει προεκλογικά.
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ (Πρόεδρος του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος): Όχι, σε ένα νέο πρόγραμμα που θα φτιάξουμε.
ΑΛΕΞIOΣ ΤΣΙΠΡΑΣ (Πρόεδρος του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς): Νομίζω, κύριε Πρόεδρε, ότι η συζήτηση δεν έχει νόημα να συνεχίσει να περιστρέφεται γύρω από θέσεις οι οποίες είναι με σαφήνεια διατυπωμένες. Εγώ θα σας ζητούσα στη βάση των τοποθετήσεών μας, που εν πάση περιπτώσει προχωράνε την κουβέντα ένα βήμα παραπέρα σε σχέση με αυτά που είχαμε πριν την έναρξη της συζήτησης. Έχετε τη δυνατότητα να προχωρήσετε στη διερεύνηση, για να δούμε τα αποτελέσματά της μετά το σύνολο και των επαφών σας και με τους υπόλοιπους πολιτικούς αρχηγούς, δεδομένου ότι δεν είμαστε μόνο εμείς. Είναι και κόμματα που έχουν λάβει την ψήφο του ελληνικού λαού και δεν συμμετέχουν σήμερα εδώ και πρέπει να γνωρίζουμε τη θέση τους.
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ (Πρόεδρος του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος): Κι εγώ, αν μου επιτρέπει ο κ. Σαμαράς, συμφωνώ ότι θα ήταν πιο παραγωγικό να σταματήσουμε εδώ. Έχουν καταγραφεί οι απόψεις σε αυτή τη φάση της διαβούλευσης. Να συνεχίσετε με τους άλλους πολιτικούς αρχηγούς και να μας ξανακαλέσετε όποτε θέλετε, διότι εγώ πιστεύω ότι το γεγονός πως έχουν τοποθετηθεί με σαφήνεια τα τρία κόμματα, είναι μια καλή αφετηρία γιατί τώρα θα ωριμάσουν οι απόψεις αυτές. Ο καθένας ας σκεφτεί τα επιχειρήματα του άλλου. Πρέπει στην επόμενη συνάντησή μας να είμαστε όλοι πιο ώριμοι και έτοιμοι.
ΚΑΡΟΛΟΣ ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ (Πρόεδρος της Δημοκρατίας): Μάλιστα.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΣΑΜΑΡΑΣ (Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας): Συμφωνούμε. Κατετέθησαν όλα, ό,τι ήταν να λεχθεί.
ΚΑΡΟΛΟΣ ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ (Πρόεδρος της Δημοκρατίας): Μπορεί να υπάρχει η αίσθηση ότι κατετέθησαν, αλλά εγώ προσωπικά δεν είμαι ικανοποιημένος, γιατί περίμενα ακριβώς μια πιο προχωρημένο κουβέντα πάνω σε ένα επιτακτικό και ουσιαστικό πρόβλημα. Μπορεί να σχηματιστεί κυβέρνηση; Παρόλο που σε ορισμένα σημεία υπάρχει σύμπτωση, υπάρχει όμως και μία διάσταση η οποία δεν μου δημιουργεί ελπίδες ότι μπορεί να συμπέσουμε ακριβώς σε αυτήν την επιτακτική ανάγκη να δημιουργηθεί μία κυβέρνηση, η οποία θα αντιμετωπίσει τα άμεσα προβλήματα.
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ (Πρόεδρος του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος): Κύριε Πρόεδρε, ας κρατήσουμε την πιο υπεύθυνη και αισιόδοξη εκδοχή της συζήτησης στη φάση της αυτή.
22
ΚΑΡΟΛΟΣ ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ (Πρόεδρος της Δημοκρατίας): Με συγχωρείτε, αλλά διαγράψτε το «υπεύθυνη», γιατί είναι σαν να λέτε εμμέσως ότι είναι ανεύθυνη η επισήμανσή μου.
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ (Πρόεδρος του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος): Όχι, το αντίθετο. Με συγχωρείτε. Το λέτε χαριτολογώντας και το δέχομαι.
Θα σας ξαναδούμε από ό,τι καταλαβαίνουμε συντόμως.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΣΑΜΑΡΑΣ (Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας): Εσείς τώρα, κύριε Πρόεδρε, θα δείτε τους άλλους;
ΚΑΡΟΛΟΣ ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ (Πρόεδρος της Δημοκρατίας): Θα τους δω και λέω να συνεχίσω το απόγευμα βλέποντας τους άλλους.
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ (Πρόεδρος του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος): Για το θέμα του ομολόγου, θα κάνουμε κάποια συνεννόηση εντός της ημέρας;
ΚΑΡΟΛΟΣ ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ (Πρόεδρος της Δημοκρατίας): Εγώ λέω να επικοινωνήσετε με τον Πρωθυπουργό.
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ (Πρόεδρος του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος): Θα έχετε την καλοσύνη εσείς να μεταφέρετε στον Πρωθυπουργό την ανάγκη να μας στείλει μια πρόταση;
ΚΑΡΟΛΟΣ ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ (Πρόεδρος της Δημοκρατίας): Βεβαίως.
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ (Πρόεδρος του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος): Και να μας την πει έστω τηλεφωνικά, ώστε μέχρι το βράδυ …
ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΣΑΜΑΡΑΣ (Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας): Όχι τηλεφωνικά. Είναι υποχρέωσή του, κύριε Πρόεδρε, να έχουμε γραπτώς, να μας στείλει κατατεθειμένη την άποψή του. Ο κατ’ εξοχήν αρμόδιος είναι.
ΑΛΕΞIOΣ ΤΣΙΠΡΑΣ (Πρόεδρος του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς): Θα συμφωνήσω κι εγώ σ’ αυτό, κύριε Πρόεδρε.
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ (Πρόεδρος του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος): Γραπτά, λοιπόν. Προσχωρώ.
ΑΛΕΞIOΣ ΤΣΙΠΡΑΣ (Πρόεδρος του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς): Γραπτή επισήμανση, τοποθέτηση.
ΚΑΡΟΛΟΣ ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ (Πρόεδρος της Δημοκρατίας): Μάλιστα.
ΑΛΕΞIOΣ ΤΣΙΠΡΑΣ (Πρόεδρος του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς): Θα παρακολουθήσετε κατ’ ιδίαν συναντήσεις και με τους τέσσερις;
ΚΑΡΟΛΟΣ ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ (Πρόεδρος της Δημοκρατίας): Ναι, απόψε να τελειώσουμε, γιατί θεωρώ ότι ο χρόνος δεν είναι για εμάς, δεν είναι υπέρ ημών. Αλλά τρομάζω στη σκέψη ακριβώς των προβλημάτων που πρέπει να αντιμετωπίσει ο τόπος Δευτέρα, Πέμπτη, Παρασκευή.
23
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ (Πρόεδρος του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος): Γιατί έχουμε το Eurogroup, μετά έχουμε το ΝΑΤΟ στις 20 Μαΐου και έχουμε και τη Σύνοδο Κορυφής στις 24 Μαΐου.
ΚΑΡΟΛΟΣ ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ (Πρόεδρος της Δημοκρατίας): Με πήρε, όπως σας είπα, και μίλησα τηλεφωνικά με τον Ρομπέι, ο οποίος είναι ανήσυχος και μεταφέρει ακριβώς την ανησυχία που υπάρχει στην Ευρώπη πού πάει αυτή η ακυβέρνητη Ελλάδα.
Να είστε καλά. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ (Πρόεδρος του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος): Εμείς, κύριε Πρόεδρε.
ΚΑΡΟΛΟΣ ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ (Πρόεδρος της Δημοκρατίας): Θα συνεχίσουμε, ελπίζω.
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ (Πρόεδρος του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος): Θέλετε να βγάλετε εσείς μία ανακοίνωση;
ΚΑΡΟΛΟΣ ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ (Πρόεδρος της Δημοκρατίας): Ναι. Νομίζω ότι δεν υπάρχουν και πολλά. Συμφωνούμε ότι συνεχίζεται η συζήτηση.
ΑΛΕΞIOΣ ΤΣΙΠΡΑΣ (Πρόεδρος του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς): Θα βγουν τα Πρακτικά σήμερα;
ΚΑΡΟΛΟΣ ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ (Πρόεδρος της Δημοκρατίας): Σήμερα δεν νομίζω.
ΑΛΕΞIOΣ ΤΣΙΠΡΑΣ (Πρόεδρος του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς): Ο Πρόεδρος στην έναρξη της συζήτησης, αν δεν κάνω λάθος, εισηγητικά είπε ότι τα Πρακτικά θα δοθούν αυτή τη φορά στη δημοσιότητα. Δεν έχουμε καμία αντίρρηση να δοθούν στη δημοσιότητα.
ΚΑΡΟΛΟΣ ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ (Πρόεδρος της Δημοκρατίας): Ναι, αλλά πρέπει να είναι έτοιμα για να τα δώσουμε στη δημοσιότητα.
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ (Πρόεδρος του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος): Θα το κρίνετε εσείς.